Χαμένος

Χ Α Μ Ε Ν Ο Σ 17 τηξε από πάνω τους. Ένα μαύρο πουλί με φόντο τον βαθυγά­ λαζο επιθανάτιο ρόγχο της ημέρας. «Γιατί πετάει τέτοια ώρα;» είχε ρωτήσει ο Ζάντερ, μισοκλεί­ νοντας τα μάτια για να κοιτάξει ψηλά. Ο Νέιθαν δεν είχε απα­ ντήσει. Νυχτερινή πτήση. Επικίνδυνη επιλογή και κακός οιωνός. Κάτι δεν πήγαινε καλά. Άνοιξαν τον ασύρματο, αλλά ήταν πια αργά. Ο Νέιθαν στράφηκε τώρα στον Μπαμπ. «Κοίτα, άκουσα αρκετά. Αυτό δεν σημαίνει ότι καταλαβαίνω». Το αξύριστο πιγούνι του Μπαμπ συσπάστηκε. Καλώς ήρθες στο κλαμπ . «Δεν ξέρω τι συνέβη, αδερφέ» είπε ξανά. «Δεν πειράζει, πες μου όσα ξέρεις». Ο Νέιθαν προσπάθησε να ελέγξει την ανυπομονησία του. Είχε μιλήσει για λίγο με τον Μπαμπ στον ασύρματο το προη­ γούμενο βράδυ, την ώρα που έπεφτε το σκοτάδι, για να του πει ότι θα ξεκινούσε με το πρώτο φως της αυγής. Είχε εκατοντάδες ερωτήσεις, αλλά δεν έκανε καμία. Δεν υπήρχε περίπτωση να μιλήσει σε μια ανοιχτή συχνότητα στην οποία ο οποιοσδήποτε μπορούσε να συντονιστεί και να τους ακούσει. «Πότε έφυγε από το σπίτι ο Καμ;» ενθάρρυνε ο Νέιθαν τον Μπαμπ, που φαινόταν να μην ξέρει από πού ν’ αρχίσει. «Προχτές το πρωί, μου είπε ο Χάρι. Γύρω στις οχτώ». «Άρα την Τετάρτη». «Ναι, μάλλον. Αλλά δεν τον είδα, γιατί εγώ είχα φύγει από την Τρίτη». «Για πού;» «Πήγα να ελέγξω κάνα δυο από τις γεωτρήσεις ψηλά στο βορινό βοσκοτόπι. Το σχέδιο ήταν να κατασκηνώσω εκεί, μετά να πάω με τ’ αμάξι μέχρι το Λέιμανς Χιλ την Τετάρτη και να συναντήσω τον Καμ».

RkJQdWJsaXNoZXIy MTY1MTE=