Χαμένος

J A N E H A R P E R 14 κλιματιστικό να δουλεύει στο φουλ, χωρίς αμφιβολία. Μόλις άφησε πίσω του τον φράχτη, ο Νέιθαν είδε την πόρτα του οδη­ γού ν’ ανοίγει και τον μικρότερο αδερφό του να βγαίνει. «’Μέρα!» φώναξε ο Μπαμπ όταν ο Νέιθαν είχε πλησιάσει αρκετά για να τον ακούει. «’Μέρα». Συναντήθηκαν δίπλα στην επιτύμβια στήλη. Ο Νέιθαν ήξερε ότι θ’ αναγκαζόταν να κοιτάξει κάτω κάποια στιγμή. Ανέβαλε τη στιγμή ανοίγοντας το στόμα του. «Πότε...» Άκουσε κίνηση πίσω του και σήκωσε το χέρι του προειδοποιητικά. «Εεε! Μείνε στ’ αμάξι, γαμώτο!» Χρειάστηκε να φωνάξει για ν’ ακουστεί μέχρι εκεί και η διαταγή τού βγήκε πιο αυστηρή απ’ ό,τι σκόπευε. Δοκίμασε πάλι. «Μείνε στ’ αμά­ ξι». Δεν ακούστηκε πολύ καλύτερα, αλλά τουλάχιστον ο γιος του συμμορφώθηκε. «Ξέχασα ότι είχες τον Ζάντερ μαζί σου» είπε ο Μπαμπ. «Ναι». Ο Νέιθαν περίμενε μέχρι ν’ ακούσει την πόρτα του αυτοκινήτου να κλείνει. Μπορούσε να δει τη σιλουέτα του Ζά­ ντερ πίσω από το παρμπρίζ – στα δεκάξι, ήταν περισσότερο άντρας πια παρά παιδί. Γύρισε πάλι στον αδερφό του. Σ’ αυτόν που στεκόταν μπροστά του δηλαδή. Ο τρίτος αδερφός, ο Κάμε­ ρον Μπράιτ, ο μεσαίος της οικογένειας, κείτονταν στα πόδια τους, στη βάση της επιτύμβιας στήλης. Ευτυχώς που ήταν σκε­ πασμένος μ’ έναν ξεθωριασμένο μουσαμά. Ο Νέιθαν δοκίμασε πάλι. «Πόση ώρα είσαι εδώ;» Ο Μπαμπ σκέφτηκε λίγο, όπως έκανε συχνά, πριν απαντήσει. Τα μάτια του ήταν μισοκρυμμένα από το γείσο του καπέλου του, κι όταν μίλησε, διατύπωσε τη σκέψη του κάπως βραδύτερα απ’ ό,τι μιλάει ο μέσος άνθρωπος.

RkJQdWJsaXNoZXIy MTY1MTE=