Τα βατράχια (Σκοτεινά νερά)

Τ Α Β Α Τ Ρ Α Χ Ι Α 17 ρες. Γέροι στους δρόμους. Πρόβατα πνιγμένα. Χωράφια που δεν ξεχώριζαν από λίμνες. «Ελπίζω φέτος να έχουν πάρει τα μέτρα τους» είπα και στράφηκα να πιάσω την κανάτα με το νερό. Οι εικόνες των πλημμυρισμένων σπιτιών στο Βασιλικό εξα­ φανίστηκαν. Δεν έκανα λάθος. Ο πίνακας με τη γριά πάνω από τον καναπέ του σαλονιού έλειπε. Έστρεψα το βλέμμα μου στον τοίχο δίπλα απ’ την κουρτίνα, εκεί που θυμόμουν τη ζωγραφιά με τα πορτοκάλια. Ούτε αυτός κρεμόταν στη θέση του. «Πώς πάει η έκθεση;» ρώτησα και γέμισα το ποτήρι μου. Σήκωσε το βλέμμα της πάνω μου. Δεν απάντησε αμέσως. «Αυ­ τός θα σε βάλει να πουλήσεις μέχρι και τα έπιπλα». Διέκρινα τη σπίθα στα μάτια της. Όταν το θέμα ερχόταν στη ζωγραφική, η αυτοσυγκράτησή της στα λόγια μου έφτανε μέχρι την πρώτη πρόταση. Στη δεύτερη χίμαγε… «Δεν εκθέτω έπιπλα. Πίνακες εκθέτω». Η κόρη μου δεν μας κοιτούσε, ασχολιόταν με τις πατάτες της. Τις έλιωνε κάτω από το πιρούνι της. «Μη σ’ ανησυχεί, κάποιος θα βρεθεί να πει την κακή του την κουβέντα. Ίσως όχι τόσο υποτιμητικά όπως εσύ. Σ’ αυτό, βλέπεις, είσαι μοναδικός. Θεωρώ απίθανο να με ρωτήσουν γιατί δεν έβαλα τη γιαγιά στον πίνακα να κρατάει μαγκούρα». Η Ελένη τώρα χτυπούσε με το δάχτυλό της το χείλος του ποτηριού. Τα μάτια της έμεναν κολλημένα πάνω μου. Πότε το είχα πει εγώ αυτό για τη μαγκούρα; Δεν το είχα πει. Δεν είχε σημασία. Δεν θα τσακωνόμουν μπροστά στη Νίκη. Η αλήθεια ήταν ότι δεν μ’ ένοιαζε αν η Ελένη πούλαγε και όλους τους πίνακές της. Το μόνο που μ’ ένοιαζε ήταν ότι αυτός ο γκαλερίστας ο Οικονόμου πήδαγε τη γυναίκα μου. Έμοιαζε ν’ απογοητεύεται που δεν έδωσα συνέχεια στην ειρωνεία της. Κατέβασε τα δάχτυλα από το ποτήρι κι άρχισε να κόβει το κρέας στο πιάτο της. Έβλεπα τη λεπίδα να σκίζει το χοιρινό, τις ίνες να ξεκολλάνε μεταξύ τους. Ένιωσα την πλη

RkJQdWJsaXNoZXIy MTY1MTE=