Τα βατράχια (Σκοτεινά νερά)
Δ Η Μ Η Τ Ρ Η Σ Σ Ι Μ Ο Σ 16 η θεία της από την Αθήνα, και τότε την αντίκρισα. Καστανά μαλλιά μέχρι τον ώμο, ίδια μάτια με της κόρης μας, μελί. Η επιδερμίδα της λευκή. Δεν προχώρησα κοντά της. «Να διατηρείτε απόσταση ενός μέτρου» έγραφε ένα από τα βιβλία που είχα ξεσηκώσει για τους χωρισμένους. Το μόνο που είπα ήταν: «Ωραία μπλούζα» – μου άρεσε το ροζ τριαντάφυλλο στη μέση του μαύρου πλεκτού της. «Γεια σου, Χρήστο. Κάθισε» είπε. Δεν με κοίταξε παραπά νω από δύο δευτερόλεπτα. Κατευθύνθηκε στην τραπεζαρία σαν να ήμουν αόρατος, μια φωνή, τίποτα παραπάνω. Εγώ με τη σειρά μου προχώρησα στο χολ και άφησα το παλτό μου στο κρεμαστάρι. Εκεί, στο ίδιο σημείο που το άφηνα πάντα. Όταν γύρισα στην τραπεζαρία, άκουσα τα σερβίτσια να κρού ουν πάνω στη μεταλλική πιατέλα. Την ίδια στιγμή που η Νίκη έξυνε με το πιρούνι της το τραπεζομάντιλο, η Ελένη επέλεγε τα κομμάτια κρέατος που θα έτρωγε η μικρή. Το κρέας έδειχνε ζουμερό, οι πατάτες τραγανές. Μια ελαφριά μυρωδιά σκόρδου έφτανε στη μύτη μου. Δεν ήμουν δύσκολος καλεσμένος. Μετά από έξι μήνες εργένικης ζωής, θα έβρισκα γευστικό οτιδήποτε δεν ήταν τυλιγμένο σε χαρτί για σουβλάκια. Σέρβιρα το πιάτο μου και κάρφωσα την πρώτη πατάτα. Η πεί να μου μεγάλωνε μαζί με τη βροχή. «Θα βρέχει όλη την εβδομάδα» είπα μετά την πρώτη μπου κιά. Ο καιρός ήταν η εύκολη λύση για να διώξω την αμηχανία. Η Ελένη συμφώνησε κουνώντας το κεφάλι. «Πιστεύω να μην έχουμε πάλι τα περσινά. Δεν θ’ αντέξουν οι άνθρωποι». Την κοίταξα απορημένος. Δεν έπιασα σε τι αναφερόταν. Το κατάλαβε. «Το ποτάμι…; Πέρυσι δεν γέμισε;» Θυμήθηκα τις μέρες που τρέχαμε στα χωριά με τις πλημμύ
Made with FlippingBook
RkJQdWJsaXNoZXIy MTY1MTE=