Τα βατράχια (Σκοτεινά νερά)

Τ Α Β Α Τ Ρ Α Χ Ι Α 15 κληρη. Δύο ξανθιές κοτσίδες στάθηκαν ανάμεσα στα πόδια μου. Τα μπροστινά δοντάκια της ξεπρόβαλαν από τα χείλη. «Άργησες» είπε η κόρη μου θυμωμένη κι έπλεξε τα χέρια της μπροστά της. Μεμιάς γονάτισα κάτω για να την πάρω στην αγκαλιά μου. Εκείνη προσπάθησε να ξεγλιστρήσει. «Έλα, βρε μικρούλα, μη θυμώνεις. Ρίχνει βροχούλα έξω». Έμεινα σιωπηλός. Έπρεπε να σιγουρευτεί και η Νίκη για τον ήχο της βροχής. «Δεν την ακούς;» επέμεινα δείχνοντας με το δάχτυλό μου το ταβάνι. Κούνησε το κεφάλι της θετικά σε μια αποδοχή της δικαιο­ λογίας μου, κι εγώ βρήκα ευκαιρία να ζουμπήξω τα χείλη μου πάνω στο μάγουλό της. «Τσιμπάς» είπε μουτρωμένη και μ’ έσπρωξε. «Τι μπορούμε να κάνουμε γι’ αυτό;» ρώτησα και σηκώθηκα όρθιος. Έκλεισα την πόρτα πίσω μου κι έφερα τον δείκτη στο πιγούνι, παριστάνοντας πως κάτι σκεφτόμουν. «Το βρήκα» απάντησα. Η Νίκη με κοίταξε με μάτια που έλαμπαν. «Νομίζω ότι θα πρέπει να σου δίνω πιο συχνά φιλάκια για να συνηθίσεις τα γένια του μπαμπά». Άνοιξα τα χέρια μου προσποιούμενος ότι ετοιμαζόμουν να την αγκαλιάσω. Γέλασε και έτρεξε στο σαλόνι. Όταν είδε ότι δεν την κυνη­ γούσα, κάθισε στο πάτωμα, σύρθηκε μπροστά απ’ τον καναπέ κι άρχισε να ξεφυλλίζει κάτι που έμοιαζε με μπλοκ ζωγραφικής. «Ε… τι λες εσύ γι’ αυτό; Στα πόσα φιλάκια δεν θα σε τσι­ μπάω;» ρώτησα και προχώρησα κοντά της. Δεν απάντησε. Κρύ­ φτηκε πίσω απ’ το μπλοκ της. Πλησίασα προσέχοντας μην αφή­ σω λάσπες στο πάτωμα. Η λάμπα στο ταβάνι έκανε το ξύλο να δείχνει φρεσκολουστραρισμένο. Τα έπιπλα στο σπίτι δεν είχαν αλλάξει θέση. Μέχρι και η δερμάτινη πολυθρόνα έμενε ακούνητη πίσω από το τραπεζάκι όπου άφηνα τα περιοδικά για το ψάρεμα. Γύρισα να σιγουρευτώ για τον καλόγερο που μας είχε φέρει

RkJQdWJsaXNoZXIy MTY1MTE=