Τα βατράχια (Σκοτεινά νερά)

Δ Η Μ Η Τ Ρ Η Σ Σ Ι Μ Ο Σ 14 Οι μαγαζάτορες έπρεπε να περιμένουν την επόμενη ηλιοφάνεια για να τα βάλουν με τον γείτονα. Τις συννεφιασμένες μέρες, κανένας δεν ενδιαφερόταν για περισσότερα τραπέζια στο πλα­ κόστρωτο της παραλίας. Ο ήχος της κιθάρας από το ραδιόφωνο έφτανε τώρα στ’ αυτιά μου αμόλυντος. Τα ηχεία του αμαξιού απαλλάχτηκαν από τα θροΐσματα του ασυρμάτου. Ο Bob Dylan τραγουδούσε σαν να με παρακολουθούσε: “That cold black cloud is coming down / Feels like I’m knockin’ on heaven’s door”. Έσβησα τη μηχανή του αυτοκινήτου. Σαν να περίμενε από ώρα ο ουρανός αυτή μου την κίνηση. Τότε μόνο οι πρώτες ψιχάλες έπεσαν στη λαμαρίνα. Αργά. Κοφτά. Στο τζάμι γρηγορότερα. Η βροχή δυνάμωσε σε δευτερόλεπτα. Στον κεντρικό της Γεωργίου Παπανδρέου τα πάντα ήταν έρημα. Οι στάλες ενώθηκαν σε μια δυνατή βροχή που άρχισε να φουσκώνει τα κύματα. Για μια στιγμή ονειρεύτηκα τη Λιανή Άμμο να βαθαίνει. Η Λιανή Άμμος, η παραλία που περπατούσες για λεπτά ολόκληρα μέχρι το νερό να φτάσει στη μέση σου. Αυτήν που της άρεσε να αγναντεύει, πριν η πενταώροφη πολυκατοικία ανταλλάξει τη θέα του ηλιοβασιλέματος με τσιμέντο και λευ- κές φανέλες του γέρου στον τέταρτο. Βγήκα από το αμάξι βρίζοντας την τύχη μου. Στα πέντε μέτρα μέχρι την πιλοτή, πρόλαβα να βρέξω τη δίπλωση στο παντελόνι μου, να μουσκέψω τις κάλτσες μου και ν’ αλλάξω χρώμα στις μπότες, από καφέ σε μαύρο. Ευτυχώς το αδιάβρο­ χο παλτό κρατούσε το στέρνο μου στεγνό. Ανέβηκα τρεις ορόφους και βρέθηκα έξω από την πόρτα της. Η μυρωδιά γέμισε τα ρουθούνια μου με μια οσμή νοσταλγίας. Ήξερα τι θα έτρωγα. Χοιρινό στη γάστρα με πιπεριές και πατά­ τες. Τίναξα τα νερά απ’ τα πέτα μου και πάτησα το κουδούνι. Άκουσα το χερούλι να κατεβαίνει. Είδα τη χαραμάδα να πλαταίνει. Αργά, διστακτικά, μέχρι που στο τέλος άνοιξε ολό

RkJQdWJsaXNoZXIy MTY1MTE=