Τα βατράχια (Σκοτεινά νερά)

Τ Α Β Α Τ Ρ Α Χ Ι Α 13 «Έγκλημα πάθους στην Κηφισιά». Έτριψα τα μάτια μου, το λευκό φως με ενοχλούσε. Ο μικροκαμωμένος ρεπόρτερ του αστυνομικού ρεπορτάζ πληροφορούσε με φωνή αγωνίας το κοινό ότι στην έπαυλη πίσω του κόρη γνωστού επιχειρηματία δολοφόνησε τον Αλβανό κη­ πουρό. Φωτογραφίες και των δύο παρατέθηκαν η μια δίπλα στην άλλη. Το ζαρωμένο πρόσωπο της γυναίκας κόντραρε τη φρε­ σκοξυρισμένη επιδερμίδα του Αλβανού. Ο ρεπόρτερ με ύφος νυφίτσας υποστήριζε ότι «Σύμφωνα με καλά εξακριβωμένες πηγές της αστυνομίας, οι δυο τους φαίνεται να διατηρούσαν δεσμό από τον περασμένο Μάρτιο». Η τύχη του Αλβανού τον εγκατέλειψε. Κοίταξα το ρολόι. 05:03. Στο επόμενο θέμα ένας κουστου­ μαρισμένος άντρας έκανε δηλώσεις δημοσιονομικής πολιτικής. Σιχαινόμουν το πολιτικό ρεπορτάζ. Με νύσταζε χωρίς να με κοιμίζει. Επαναλαμβανόμενο βασανιστήριο. Τα μάτια μου εδώ και μέρες ήταν πρησμένα, το κορμί μου εξαντλημένο. Παρ’ όλα τα σημάδια, ήξερα το αποτέλεσμα. Η προσπάθεια να συμπληρώσω τρεις ώρες ύπνου μόλις είχε απο­ τύχει. 13:05 Το πρωί βρήκε την πόλη στα σκοτάδια. Τα σύννεφα κάλυψαν τον ουρανό απ’ άκρη σ’ άκρη. Θα έβρεχε. Στάθμευσα το αυτο­ κίνητο στον αριθμό 36 της οδού Λαζάρου και απενεργοποίησα τον ασύρματο. Τις Κυριακές, το κέντρο της αστυνομίας σπάνια μετέδιδε περιστατικά ερευνητικού ενδιαφέροντος. Τα περισσότερα μη­ νύματα είχαν να κάνουν με λανθασμένους συναγερμούς και ψευτοτσακωμούς. Σ’ όλη τη διαδρομή άκουγα μόνο τα πρώτα.

RkJQdWJsaXNoZXIy MTY1MTE=