Τα βατράχια (Σκοτεινά νερά)
Δ Η Μ Η Τ Ρ Η Σ Σ Ι Μ Ο Σ 12 Παίρνω ανάσα, μπαίνω μέσα. Το νερό είναι ζεστό, με βρέχει ως τη μέση. Πλησιάζω το φόρεμα, απλώνω το χέρι και το αρ πάζω, είναι άδειο. Η κόρη μου συνεχίζει να φωνάζει βοήθεια, δεν μπορώ να τη δω. Κρατώ το φόρεμα στο χέρι. Κοιτάζω τα δάχτυλά μου. Ένα κόκκινο υγρό καλύπτει τις παλάμες μου. Αίμα. Κόκκινη στάμπα πάνω στο λευκό ξεφτισμένο ύφασμα. Αίμα. Το νερό τώρα φτάνει ως τον λαιμό μου. Αίμα. Κόκκινο παντού. Γυρνάω το κεφάλι στην ακτή. Ο αδερφός της Ελένης με δείχνει με το δάχτυλο, γελάει. Πυροβολισμός. Το ρολόι του τοίχου έδειχνε 04:57. Η λάμπα του πορτατίφ φώτιζε ό,τι είχε απομείνει από το γυάλινο μπουκάλι στο πά τωμα. Πάνω στον εφιάλτη μου θα το έσπρωξα. Πέταξα την κουβέρτα και σηκώθηκα απ’ το κρεβάτι. Απέ φυγα τα γυαλιά και έφτασα ασθμαίνοντας το τραπέζι. Χρεια ζόμουν νικοτίνη. Έπιασα την ταμπακιέρα από το τραπέζι και την αναποδογύρισα πάνω στην παλάμη μου. Το τελευταίο που ράκι έπεσε στη μέση της. Πήρα την πρώτη τζούρα βαθιά μέσα στα πνευμόνια. Χύθηκα πάνω στην ψάθινη καρέκλα. Τράβηξα μια δεύτερη, κοφτή. Μύρισα τον αρωματικό καπνό της βανίλιας. Διάολε. Έτρεμα. Πίστεψα ότι η νικοτίνη θα με ηρεμούσε. Λάθος. Σχέδιο βήτα. Να μπερδέψω τη μοναξιά με την τηλεόραση. Όταν η μόνη σου επιλογή για ν’ ακούσεις μια φωνή είναι τα ηχεία, τότε δυο πράγματα έχουν συμβεί. Είτε η ώρα δεν είναι η κατάλληλη για να τηλεφωνήσεις σε κάποιον, είτε δεν υπάρχει κάποιος για να του τηλεφωνήσεις. Άμα συμβαίνουν και τα δυο, είσαι ξοφλημένος. Ήμουν. Η δημοσιογράφος με το μπλε ταγέρ ήρθε στην οθόνη. Πρωι νό δελτίο. Η φωνή της ήρεμη, σοβαρή. Δυο κοφτές προτάσεις –και το πλάνο έφυγε από την πουδραρισμένη μούρη της. Η κάμερα έδειξε την πρόσοψη μια τριώροφης μονοκατοικίας, αμπαρωμένης με τζαμένια κάγκελα στα μπαλκόνια. Στο πάνω μέρος, ένας παχύς υπέρτιτλος έγραφε με μαύρα γράμματα:
Made with FlippingBook
RkJQdWJsaXNoZXIy MTY1MTE=