Τα βατράχια (Σκοτεινά νερά)

11 1 Αμαρυλλίς Κυριακή 07 Νοεμβρίου 2010 Η κόρη μου φοράει λευκό φόρεμα. Φέρνει σε νυφικό. Ξαπλώ­ νει στην άκρη της θάλασσας. Φωνάζει προς το μέρος μου. Δεν μπορώ να καταλάβω τι λέει. Η παραλία αδειάζει, έξω νυ­ χτώνει. Η φωνή της αντιλαλεί βαθύτερα. Εξακολουθώ να μην ξεχωρίζω τι ζητάει. Τρεις γλάροι πετάνε πάνω από το νερό, φτερουγίζουν κοντά στην ακτή. Κάνω να περπατήσω προς το μέρος της. Ο αδερφός της Ελέ­ νης με πιάνει από το μπράτσο. Με σφίγγει. Του φωνάζω να με αφήσει. Με κοιτάει στα μάτια και γελάει, σφίγγει τη λαβή του μαχαιριού. Η φωνή της κόρης μου συνεχίζει ν’ ακούγεται, αυτή τη φορά παραμορφωμένη – μοιάζει να ξεγλιστρά από χαλασμέ­ νο ηχείο. Κοιτάζω τη θάλασσα, δεν μπορώ να τη βρω. Το σκο­ τάδι είναι πυκνό. Στο μαύρο των ματιών μου αντικατοπτρίζεται η λάμψη της λεπίδας, τραβάω το κεφάλι μου να την αποφύγω. Από το τίναγμα του μαχαιριού ο αέρας κόβεται στα δύο. Τον σπρώχνω, πέφτουμε κάτω. Παλεύουμε. Οι γλάροι πετά­ νε δίπλα μου. Τα ράμφη τους ορμούν στο χέρι που κρατά το μαχαίρι. Η κόρη μου ουρλιάζει. Καταφέρνω μια γροθιά στο πιγούνι του. Τρέχω στην ακροθαλασσιά. Χάνω την ανάσα μου. Στηρίζομαι στα γόνατα. Το φόρεμα επιπλέει στην επιφάνεια του νερού. Αποκεί έρχεται η φωνή.

RkJQdWJsaXNoZXIy MTY1MTE=