Τα βατράχια (Σκοτεινά νερά)

Δ Η Μ Η Τ Ρ Η Σ Σ Ι Μ Ο Σ 28 «Δεν πέθανε, μωρό μου, το λουλουδάκι σου. Όταν αγαπάμε κάτι, ποτέ δεν πεθαίνει». «Μα κοίτα…» παραπονέθηκε εκείνη βουρκωμένη, δείχνοντάς της το λουλούδι. Το κλωνάρι του έγερνε πάνω από το χώμα. «Γιατί είναι έτσι, μαμά;» «Θέλει να ξεκουραστεί, ομορφιά μου, αυτό μόνο, μόλις ξε­ κουραστεί θ’ ανθίσει όπως παλιά». «Εγώ φταίω, το ξέρω, εγώ φταίω, που δεν την πρόσεχα. Έλειπα στα μπάνια. Τώρα δεν θα μπορώ να τη δείχνω στις φίλες μου. Θα με κοροϊδεύουν. Δεν θα ξαναπάω πουθενά, το υπόσχομαι». Η μητέρα της έκατσε δίπλα της. «Γλυκιά μου, να σου πω ένα μυστικό;» Τα μάτια της άνοιξαν με ανυπομονησία. Περίμενε ν’ ακούσει. «Η αμαρυλλίς, μωρό μου, χρειάζεται παρέα. Θα τη φυτέψω στον κήπο μαζί με τ’ άλλα λουλουδάκια και σου υπόσχομαι ότι θα γίνει καλά». Η κόρη της δεν έφερε αντίρρηση. Πείστηκε. Η μαμά δεν αθετούσε τις υποσχέσεις της. Ποτέ!

RkJQdWJsaXNoZXIy MTY1MTE=