Τα βατράχια (Σκοτεινά νερά)

Τ Α Β Α Τ Ρ Α Χ Ι Α 27 μποστάνια της, όλα τα αγαπημένα της λουλούδια που την είχαν δει να κλαίει. Το γράμμα που ήρθε από τη Γυάρο έθεσε τέρμα στην προ­ σμονή της με λυγμούς. Ο άντρας της ήταν νεκρός. Ο Φώντας Βαρόνης είχε υποκύψει στους βασανισμούς που υπέστη για τα φρονήματά του. Δυο χρόνια μετά, το πρώτο μειδίαμα εμφανίστηκε στα χείλη της. Ένα νέο αρσενικό ήρθε να διώξει τη μαυρίλα από τη ζωή της. Χήρος κι αυτός, κουβαλούσε ένα παιδί. Δημήτρη το έλεγαν. Αυτό ήταν και το μοναδικό εμπόδιο για τον γάμο, έναν γάμο που εκείνη ζητούσε για να κλείσουν τα στόματα των κυράδων, να πάψουν να τη δείχνουν πίσω από τα παραθυρόφυλλα της γειτονιάς. Ο Δημήτρης ήταν η πρόφαση του νέου της άντρα για να μην ξαναβάλει στεφάνι. Μετά από πέντε χρόνια συμβίωσης, η επιθυμία της για τον δεύτερο γάμο μετατράπηκε σε μια σιωπηλή αποδοχή των νέων πραγμάτων· μια αποδοχή που εξαγοραζόταν με δώρα, μ’ ένα εργοστάσιο στ’ όνομά της, μ’ ένα ασφαλές μέλλον για εκείνη και την κόρη της. Έστριψε απαλά το πόμολο και πέρασε μέσα. Το μικρό κο­ ρίτσι κοίταζε πίσω από το παράθυρο. Τα παιδικά της δάχτυλα χάιδευαν τα ξεραμένα άνθη από τη γλάστρα στο περβάζι. Μα­ ραμένα φύλλα με κόκκινες αποχρώσεις παρασιτούσαν πάνω από τους μίσχους. «Γιατί, όμορφή μου, δεν θέλεις να πας στην παραλία;» ρώ­ τησε την κόρη της με μια ζεστή χροιά. «Μαμά, το δώρο σου… πέθανε» είπε εκείνη με παράπονο. Η μητέρα της αντίκρισε τη γλάστρα με την ξεραμένη αμα­ ρυλλίδα. Αμαρυλλίς, όπως και το όνομα που έμεινε στην κόρη της. Έτσι τη φώναζε ο πατέρας της πριν εξοριστεί. Ήταν τόσες οι φορές που την αποκάλεσε με το όνομα του αγαπημένου του άνθους, που το βαφτιστικό της ακούστηκε μόνο πάνω από την κολυμπήθρα.

RkJQdWJsaXNoZXIy MTY1MTE=