Τα βατράχια (Σκοτεινά νερά)

Δ Η Μ Η Τ Ρ Η Σ Σ Ι Μ Ο Σ 26 ρες αλλαξιές, δερμάτινες μπάλες φαγωμένες από το αλάτι –μια φορά είχαν πάρει κι ένα στρώμα ύπνου για να τους κάνουν το χατίρι–, και μόνο όταν δεν χώραγαν άλλα στις μασχάλες, τότε μόνο έφευγαν για την παραλία. «Δεν με νοιάζει! Θα πάω μόνος μου». Ο Δημήτρης καθόταν μουτρωμένος στο πάτωμα, με τις πα­ λάμες του να κρύβουν τις φακίδες στα μάγουλα. Ήταν μόλις δέκα χρονών, ωστόσο η διάπλασή του τον έκανε να μοιάζει με αγόρι γυμνασίου. Από το κολύμπι οι ώμοι του ήταν φαρδιοί, οι πλάτες του είχαν ανοίξει παράταιρα σε σχέση με την ηλικία του. Το γοερό μουρμουρητό πίσω από τα χέρια του προμήνυε κλάμα. Η μητριά του τον πλησίασε απειλητικά. Στάθηκε πάνω από το κεφάλι του. «Δεν θα πας πουθενά μόνος σου. Κατάλαβες;» Ο Δημήτρης σήκωσε το πρόσωπό του για να την αντικρίσει. Τα μπλε του μάτια ήταν υγρά. «Μη με κοιτάς. Σ’ το είπα από χθες, αν δεν έρθει η κόρη μου, δεν θα πας ούτ’ εσύ». Συνέχισε να την κοιτά να του κουνά το δάχτυλο. Το πρώτο δάκρυ εμφανίστηκε στην άκρη των ματιών του. «Μη με κοιτάς!» Υποχώρησε με ένα βλέμμα στα πόδια της. Δεν μπορούσε να καταλάβει γιατί ήταν σκληρή μαζί του. Δεν έφταιγε αυτός. Η μητριά του τον προσπέρασε και πήγε στην κουζίνα. Άνοι­ ξε το παράθυρο και η μυρωδιά από τον ξυλόφουρνο της αυλής τρύπωσε μέσα στο σπίτι, γέμισε το στόμα με μια γεύση από μαϊντανό και ψάρι. Είχε σηκωθεί αξημέρωτα για να τα έχει όλα έτοιμα. Πρωινό στο τραπέζι για τον νέο της άντρα, κι ας μην τον παντρεύτηκε ποτέ. Ένα φιλί στα πεταχτά κι έμενε πάλι μόνη. Άφηνε τα πιάτα στο τραπέζι κι έτρεχε μεμιάς στον κήπο να καμαρώσει τη σοδειά της, να ποτίσει τ’ αυλάκια που είχε σκάψει γι’ αυτά τα σπόρια ντομάτας, να κλαδέψει τις τριανταφυλλιές της. Ο κήπος της, τα

RkJQdWJsaXNoZXIy MTY1MTE=