Τα βατράχια (Σκοτεινά νερά)

Δ Η Μ Η Τ Ρ Η Σ Σ Ι Μ Ο Σ 24 πτώμα από κοντά. Ένα κοριτσάκι με βρεγμένα μαλλιά που δίπλωναν γύρω από δυο πεταχτά αυτιά. Φορούσε μόνο τα εσώ­ ρουχα. Οι ώμοι της κατάλευκοι και σκελετωμένοι. Το φως από το φλας αντανακλούσε μέσα στα μάτια της καλύπτοντας το χρώμα τους. «Ευθυμία Ραφτοπούλου, δεκατεσσάρων χρονών, βρέθηκε τα ξημερώματα νεκρή από μια ψαρόβαρκα στην ακτή στο Λευκα­ ντιού». Είδα τα χέρια του Μαράκη ν’ ανασηκώνουν τις φωτογρα­ φίες από το γραφείο. Ήθελα να του φωνάξω να σταματήσει. Ήμουν σχεδόν είκοσι χρόνια στο Σώμα, ωστόσο ήταν η πρώτη φορά που έβλεπα νεκρό ένα μικρό κορίτσι. Χρειαζόμουν αέρα. Έγλειψα τα χείλη μου, γεύτηκα αλάτι. «Πού βρίσκεται αυτή τη στιγμή η σορός;» «Στο κεντρικό νοσοκομείο, Καπετάνο, έχω ζητήσει ιατροδι­ καστική εξέταση». Προσπάθησα να επαναφέρω την αυτοκυριαρχία μου. «Πρέπει πρώτα να γίνει η αναγνώριση». «Δεν χρειάζεται, Καπετάνο. Σου είπα, ξέρω ποια είναι. Δη­ λώθηκε την Παρασκευή ως εξαφανισμένη». Έψαξε τα χαρτιά μπροστά του και κατέληξε σε ένα. «Τη δήλωση εξαφάνισης την έκανε η μητέρα της, Ελίζα Ρα­ φτοπούλου. Σου λέει κάτι το επίθετο;» Δεν μίλησα, δεν κούνησα ούτε το κεφάλι μου, κοίταγα χάμω· ανάμεσα στα πόδια μου ένα μικρό ζουζούνι –σαν μεγάλο μυρ­ μήγκι– πέρναγε μπροστά από τις μπότες μου. Σταμάτησα να ακούω λέξεις, μόνο τον ήχο έπιανα από το δαχτυλίδι που βά­ ραγε ρυθμικά πάνω στο ξύλο· ένας γδούπος που συνόδευε το τέλος κάθε πρότασης, την κάθε τελεία. «…είχα αναθέσει σε ένα περιπολικό να ψάχνει επί μονίμου βάσεως γι’ αυτήν. Δεν περίμενα να βρούμε τη μικρή…» «Οι γονείς;» τον σταμάτησα. «Δεν με παρακολουθείς, Καπετάνο. Πριν λίγο σ’ το διάβασα.

RkJQdWJsaXNoZXIy MTY1MTE=