Τα βατράχια (Σκοτεινά νερά)

Τ Α Β Α Τ Ρ Α Χ Ι Α 23 «Αν δεν με χρειάζεστε κάτι άλλο…» Έσπρωξα πίσω την ξύλινη καρέκλα. Έκανα να φύγω. Ψέματα. Δεν ήθελα να γυρίσω σπίτι. Λαχταρούσα την επιστροφή. Δίχως να το καταλάβω, είχε προλάβει ν’ ανάψει τσιγάρο. Άνοιξε το στόμα έτοιμος να μιλήσει, αλλά το μόνο που κατά­ φερε ήταν να πάρει μια βαθιά ανάσα. Σωριάστηκε στη δερμά­ τινη πολυθρόνα και ένας παραπονεμένος ήχος βγήκε από τη μισάνοιχτη σχισμή του φερμουάρ. «Το έκανα για να σε προφυλάξω, ρε Καπετάνο. Αφού ξέρεις, οι δικοί μας ήταν εναντίον σου». «Έχω επιλογή;» ρώτησα κοφτά. Δεν γούσταρα τις δικαιολο­ γίες του. Δεν θα τον άφηνα να μου παριστάνει τον προστάτη. «Δεν υπάρχουν επιλογές. Θα γυρίσεις πίσω. Είναι εντολή» είπε αποφασιστικά και χτύπησε τη γροθιά του στο τραπέζι για να το επικυρώσει. «Πότε επιστρέφω;» Ο Μαράκης έσκυψε στα συρτάρια του. Το λευκό φως του φωτιστικού τρύπωσε κάτω από τα γκριζαρισμένα του μαλλιά. Δεν του είχαν απομείνει και πολλά, αλλά μ’ αυτή τη λωρίδα χωρίστρας απ’ άκρη σ’ άκρη είχε βρει τον τρόπο να καμουφλά­ ρει τα μπροστινά κενά. «Γύρισες ήδη, Καπετάνο». Ένας κίτρινος φάκελος αλληλογραφίας σύρθηκε πάνω στο γραφείο του. Ήταν ήδη σκισμένος όταν πήγα να τον ανοίξω. Το πρώτο φύλλο ήταν αναφορά από το Εγκληματολογικό. Υπογρα­ φές, σφραγίδες. Άδειασα το υπόλοιπο περιεχόμενο πάνω στο γραφείο. Φωτογραφίες. Στην τρίτη εικόνα ένιωσα τη χολή μου ν’ ανεβαίνει στο λα­ ρύγγι μου. Φόβος, θυμός. Το ένα συναίσθημα μετά το άλλο πίεζε το κρανίο μου. Η τελευταία φωτογραφία γλίστρησε από τα χέρια μου και έπεσε στο πάτωμα. Κοίταξα κάτω, ένιωσα σαν να ήμουν εκεί, να έβλεπα το

RkJQdWJsaXNoZXIy MTY1MTE=