Τα βατράχια (Σκοτεινά νερά)

Δ Η Μ Η Τ Ρ Η Σ Σ Ι Μ Ο Σ 22 Σήκωσε το κεφάλι του αργά, σαν γάτος που σηκώνεται από ύπνο. Με σκάναρε από την κορφή ως τα νύχια, μόνο οι κόρες των ματιών του ανεβοκατέβαιναν. «Πέρασε, Καπετάνο, πέρασε. Δεν έχουμε χρόνο». Είχε να με δει έξι μήνες και με υποδεχόταν σαν να τα λέγα­ με κάθε μέρα. Τα δάχτυλά του έπαιξαν κάτω από το πιγούνι. Το χρυσό δαχτυλίδι με την μπλε πέτρα έσφιγγε ακόμα τον παράμεσο. Έβαλα τον κώλο μου κάτω και τον άφησα να ξεκινήσει. «Πώς είσαι; Καφέ;» Για καφέδες είμαστε; Σταμάτησε ν’ αναπνέει σαν ν’ άκουσε τι σκέφτηκα. «Όχι, ευχαριστώ». «Δεν θα σε καθυστερήσω, Καπετάνο. Σε φώναξα γιατί σε θέλω πίσω στην υπηρεσία». Έτσι το είπε, τόσο γρήγορα, τόσο απλά, σαν να μου έλεγε ότι έξω βρέχει. «Είμαι εντάξει με την αρχειοθέτηση στο σπίτι. Ο Ορέστης συνεχίζει να μου φέρνει τα αρχεία κι εγώ–» «Ακούς τι σου λέω; Σε ορίζω ξανά μέλος του Σώματος, ζω­ ντανό, ενεργό, όχι μύκητα». Σηκώθηκε όρθιος. Ένιωθα την έντα­ ση σε κάθε του κίνηση. «Χρειάζομαι την εμπειρία σου». Σκούπισα με την παλάμη το μέτωπό μου. Δεν είχα ιδρώσει, απλά κέρδιζα χρόνο, χρόνο για να συντάξω τις σκέψεις στο κεφάλι μου. «Με όλον τον σεβασμό, κύριε διευθυντά, αλλά η εμπειρία μου ήταν η ίδια και πριν έξι μήνες». Ο Μαράκης στράφηκε πίσω του. Ανέβασε τα στόρια που έπεφταν στο παράθυρο και κοίταξε τον δρόμο. Από την καρέκλα μου έβλεπα μόνο σύννεφα. «Η βροχή δεν θα σταματήσει» είπε σχεδόν ψιθυριστά. Δεν ήμουν ο μόνος που έδιωχνα την αμηχανία με κουβέντες για τον καιρό.

RkJQdWJsaXNoZXIy MTY1MTE=