Τα βατράχια (Σκοτεινά νερά)
Τ Α Β Α Τ Ρ Α Χ Ι Α 21 τελευταία φορά που θυμάμαι να κοίταξα το ρολόι. Ο αναμμένος γλόμπος στο ταβάνι έριχνε ένα κίτρινο αρρωστιάρικο φως στα πόδια μου. Τράβηξα τα παντζούρια για μια στάλα ήλιου. Μά ταια· η καταχνιά του καιρού συνέχιζε για δεύτερη μέρα. Μέσα στο μισοσκόταδο είδα τα χθεσινά μου ρούχα στο πάτωμα. Στη μέση του δωματίου μια στοίβα από πουκάμισα και παντελόνια σχημάτιζαν ένα τσαλακωμένο βουνό. Έκανα να τα πετάξω στον καναπέ, όταν χτύπησε το τηλέφωνο. «Παρακαλώ;» είπα με τη φωνή μου βραχνή. Ξερόβηξα, και τότε άκουσα τον διευθυντή της ΑΔΕ, της Αστυνομικής Διεύθυνσης Ευβοίας, να ξερνάει λέξεις με τόση ταχύτητα που τον φαντάστηκα να καταφτύνει ό,τι έγγραφο στεκόταν μπροστά του. Δεν απάντησα, έκανα ό,τι διέταξε, ντύ θηκα, ξεκίνησα. Άνοιξα την ομπρέλα και άρχισα να περπατώ στην οδό Αρε θούσης. Έφτασα δεκαπέντε λεπτά αργότερα, ιδρωμένος, τα μπατζάκια μου βρεγμένα. Αγνόησα επιδειχτικά τον φρουρό και χώθηκα φουριόζος στο ασανσέρ. Όταν το κουβούκλιο σταμάτη σε στον πέμπτο, μύρισα την μπογιά. Οι τοίχοι ήταν φρεσκοβαμ μένοι, λευκοί. Κανείς δεν σουλάτσαρε εδώ πάνω, ακινησία, ερημιά, μόνο κάτι φωτοτυπίες με φάτσες γέρων που αγνοούνταν έστεκαν στον πίνακα ανακοινώσεων. Ο ένας μού φάνηκε γνωστός. Τον έβλεπα στη γειτονιά να τριγυρνάει στους κάδους. Περπάτησα αργά μέχρι την άκρη του διαδρόμου και χτύπησα την πόρτα. «Πέρνα» ακούστηκε η φωνή από μέσα. Μπήκα πριν αφήσω το μυαλό να κοκαλώσει τα πόδια μου. Αυτός και πάλι. Ο Κωνσταντίνος Μαράκης. Ο αιώνιος διευθυντής της Αστυνομικής Διεύθυνσης Ευβοίας. Οι γροθιές του στήριζαν το πιγούνι του. Οι αγκώνες του ακουμπούσαν πάνω στο γραφείο. Ένα γραφείο γεμάτο χαρτιά, σφραγίδες. Στην άκρη η ασημένια κορνίζα με αυτόν και τη γυναίκα του. Μαράκης και κυρα-Ζωή αγκαλιασμένοι πριν από καμιά εικοσαριά χρόνια.
Made with FlippingBook
RkJQdWJsaXNoZXIy MTY1MTE=