Τα βατράχια (Σκοτεινά νερά)

Δ Η Μ Η Τ Ρ Η Σ Σ Ι Μ Ο Σ 20 Διέκρινα μια σκιά θλίψης να περνάει μπροστά απ’ τα μάτια της. Να χάνεται μ’ ένα βλεφάρισμα. «Ο λόγος που στρέφεται στον εαυτό της είμαστε εμείς. Εσύ κι εγώ, ο χωρισμός μας. Αυτό λέει η γιατρός». Η Ελένη μίλαγε για τα προβλήματα της κόρης μου σαν να ευθυνόμουν κι εγώ. Προβλήματα που δεν θα υπήρχαν αν δεν μ’ έδιωχνε από το σπίτι. Όσο ζούσα σ’ αυτό το σπίτι, η Νίκη ήταν μια χαρά. Το ξύλο έτριξε πάλι. Έκανε πίσω. «Έχω πολύ τρέξιμο με τη δουλειά» είπα. Με κοίταξε στα μάτια. Η σιωπή που ακολούθησε με γέμισε θυμό. «Ό,τι είναι για το καλό της» υποχώρησα γεμάτος ντροπή. Δεν περίμενα ότι η Ελένη θα γνώριζε για την αποπομπή μου από την ενεργό δράση. Όταν γύρισα στο τραπέζι, ένιωθα έναν τοίχο από σαπισμέ­ νο κρέας να έχει φράξει τον λαιμό μου, να μη μ’ αφήνει ν’ αναπνεύσω. Η μυρωδιά του σκόρδου μ’ έκανε να θέλω να ξεράσω. Η Νίκη με κοίταξε ατάραχη να κάθομαι δίπλα της. Για μια στιγμή αισθάνθηκα ότι κάτι ήθελε να μου πει. Λάθος μου. Κατέβασε το κεφάλι στο πιάτο και συνέχισε να λιώνει τις πατάτες της. Δευτέρα 8 Νοεμβρίου 2010 Το επόμενο πρωί ξύπνησα από τη βροχή. Το στόμα μου στεγνό. Διψούσα. Σύρθηκα στην άκρη του καναπέ μ’ ένα αίσθημα εξάντλησης να κυριεύει το κορμί μου. Οι ώρες που έμενα ξάγρυπνος αυξή­ θηκαν μαζί με τις σκέψεις. Από χθες είχα άλλο ένα πρόβλημα να μου κρατάει τα βλέφαρα ανοιχτά. Η τρελογιατρός της κόρης μου. Η ώρα ήταν οχτώ το πρωί, είχαν περάσει δυο ώρες από την

RkJQdWJsaXNoZXIy MTY1MTE=