Τα βατράχια (Σκοτεινά νερά)

Τ Α Β Α Τ Ρ Α Χ Ι Α 19 Έκανε πως κάτι προσπαθούσε να θυμηθεί. Χαμήλωσε το βλέμμα. «Ίσως δεν σ’ το είπα. Η Νίκη… Την πάω σε ψυχολόγο». Το στομάχι μου σφίχτηκε. «Τι ψυχολόγο, ρε Ελένη;» «Ψυχολόγο κανονικό, δεν ξέρεις τι είναι;» Δεν θα στεκόμουν στην ειρωνεία της. «Τι δουλειά έχει η κόρη μου σε ψυχολόγο;» «Η δασκάλα της το πρότεινε. Στο τέλος της περσινής χρονιάς εμφάνισε μαθησιακά προβλήματα. Δυσκολευόταν να παρακο­ λουθήσει τα μαθήματα. Δεν έδινε σημασία. Ήταν σαν να σκε­ φτόταν συνέχεια κάτι άλλο. Σαν να βρισκόταν αλλού». «Εφτά χρονών κορίτσι είναι. Επειδή χαζεύει στην τάξη, την έστειλες σε τρελογιατρό;» «Η Νίκη χρειάζεται βοήθεια από ειδικό» επέμεινε. Είδα τις φλέβες στον λαιμό της να σφίγγονται. «Αντιμετωπίζει προβλή­ ματα απομόνωσης». «Ποιος τα λέει αυτά;» «Η ψυχολόγος». Κόμπιασα. «Έχουμε ψυχολόγο στην αστυνομία, έπρεπε να με ρωτήσεις». Δεν έλεγα αλήθεια. Ψυχολόγο είχαμε, αλλά ποτέ δεν θα τον ρωτούσα. Μετά απ’ ό,τι είχε συμβεί μ’ εμένα στο Σώμα, θα ήταν ανέλπιστο δώρο για κάποιους μαλάκες εκεί μέσα να μάθουν ότι η κόρη μου χρειάζεται ψυχολόγο. Σαν να τους άκουγα. «Ε, καλά, λογικό, κόρη του Καπετάνου είναι, τι περιμένεις;» «Η ψυχολόγος που την παρακολουθεί ειδικεύεται σ’ αυτές της ηλικίες». Τράβηξε το δεξί της μανίκι πάνω από τον αγκώνα και συνέχισε. «Η γιατρός συνέστησε να συναντιόμαστε όλοι μαζί. Εννοώ εμείς. Εγώ, εσύ, η κόρη μας. Να τρώμε όπως παλιά». Άκουσα το ξύλο κάτω απ’ τα πόδια της να τρίζει. Με πλη­ σίασε ξανά. «Πριν το καλοκαίρι, η κόρη μου ήταν μια χαρά» αμύνθηκα.

RkJQdWJsaXNoZXIy MTY1MTE=