Τα βατράχια (Σκοτεινά νερά)

Δ Η Μ Η Τ Ρ Η Σ Σ Ι Μ Ο Σ 18 γή στο πρόσωπό μου να με καίει. Στη δεξιά πλευρά είχα απο­ κτήσει ένα σημάδι μήκους τριών εκατοστών. Πια δεν έβαζα ξυράφι. Είχα αγοράσει μια ξυριστική μηχανή. Η σκέψη και μόνο ότι η λεπίδα θ’ ακουμπούσε γι’ άλλη μια φορά το πρόσω­ πό μου με έκανε ν’ ανατριχιάζω. Το τραπέζι βυθίστηκε στη σιωπή. Οι ήχοι από τα χτυπήματα των πιρουνιών δεν υποκαθιστούσαν τα ανθρώπινα λόγια. Βυ­ θιζόμουν γι’ άλλη μια φορά σε μια βουβή άβυσσο. Η ησυχία με φόβιζε. Με έκανε να σκέφτομαι, ν’ αναπολώ την παλιά μου ζωή. Δεν θα καθόμουν άλλο να παριστάνω τον ευτυχισμένο σύζυγο. Είχαν περάσει οι μέρες που ήμουν και τα δύο. «Γιατί έπρεπε να φάμε μαζί;» ρώτησα σπάζοντας τη σιωπή. Η Ελένη με κοίταξε απότομα. «Τις Κυριακές εγώ και η–» Με σταμάτησε μ’ ένα αυστηρό βλέμμα. Αισθάνθηκα για μια στιγ­ μή να χώνει τα μάτια της στο κεφάλι μου, να διαβάζει τα μυστικά μου. «Μπορείς να με βοηθήσεις να φέρω το κρασί από την κου­ ζίνα;» Ξεσκέπασε τα πόδια της από την πετσέτα και σηκώθηκε δίχως ν’ απαντήσω. Την ακολούθησα. Πέρασα πίσω απ’ τον πάγκο της κουζίνας και στάθηκα πλάτη στο ράφι· αυτό το ράφι που συναρμολόγη­ σα εγώ ο ίδιος για τα μπουκάλια που μας έφερναν οι φίλοι στις γιορτές. Με πλησίασε, το στήθος της ακούμπησε το στέρνο μου. Το άρωμά της ήταν το ίδιο, αυτό που πάντα θύμιζε μυρωδιά νυ­ χτολούλουδου σε καλοκαιρινή βραδιά. Η μυρωδιά με έσυρε στις μέρες της σχέσης μας, στα πεταμένα ρούχα, στα πρωινά βογκη­ τά. Τα χείλη της έφτασαν στον λοβό μου. Ένα βήμα ακόμα και θα της όρμαγα όπως τότε, τότε που δεν προλαβαίναμε να φτά­ σουμε στην κρεβατοκάμαρα, τότε που τα κορμιά μας συμφω­ νούσαν σε όλα. «Υπάρχει πρόβλημα». «Τι πρόβλημα;»

RkJQdWJsaXNoZXIy MTY1MTE=