Βαλκανική τριλογία

1 Ό ταν ο θυρωρός του ξενοδοχείου τηλεφώνησε για να της πει ότι ένας κύριος την περίμενε στο φουαγέ, η Χάριετ Πρινγκλ παρά­ τησε το ακουστικό και βγήκε από το δωμάτιο χωρίς να φορέσει καν τα παπούτσια της. Δύο ολόκληρες μέρες δεν το είχε κουνήσει από το τηλέφωνο. Τις τρεις τελευταίες νύχτες της στην Αθήνα τις είχε περάσει άγρυπνη από την αγωνία και την προσμονή. Είχε αφήσει τον άντρα της στη Ρουμανία, σε μια χώρα κατειλημμένη από τον εχθρό. Ίσως είχε καταφέρει να ξεφύγει. Ο άντρας στο φουαγέ μπορεί να ήταν ο Γκάι. Στρίβοντας στη σκάλα, είδε ότι ήταν απλώς ο Γιάκιμοφ. Γύρισε στο δωμάτιο να πάρει τα παπού­ τσια της, ωστόσο έκανε γρήγορα. Ακόμα και ο Γιάκιμοφ ίσως είχε νέα. Όταν κατέβηκε πάλι κάτω, είδε το κεφάλι του να κρέμεται σαν γέρικου αλόγου κάτω από τον παναμά του με το χαλασμένο γείσο και το θέαμα ξύπνησε τους χειρότερους φόβους της. Ανίκανη να αρθρώσει λέξη, άγγιξε το μπράτσο του. Ο Γιάκιμοφ ανασήκωσε το θλιμμένο του πρόσωπο με το απλανές βλέμμα και χαμογέλασε μόλις την είδε. «Όλα είναι εντάξει» της είπε. «Ο αγαπητός φίλος βρίσκεται καθ’ οδόν». Ανυπομονούσε τόσο να την καθησυχάσει, ώστε τα μεγάλα μάτια του, πράσινα σαν σταφύλια, έμοιαζαν να ξεχειλίζουν από τις κόγχες τους. «Πήρα ένα μήνυμα. Το ’χω κάπου πάνω μου… Εδώ πρέ­ πει να ’ναι. Κάποιος στο Βουκουρέστι τηλεφώνησε στη Διπλωματική Αποστολή. Ένας από τους δικούς μας μου είπε: “Ξέρεις την κυρία Πρινγκλ, έτσι δεν είναι; Δώσ’ της αυτό όταν περάσεις αποκεί”». Τα δάχτυλά του κουνιόνταν σαν κεραίες εντόμου ψάχνοντας τις τσέπες του μεταξωτού κουστουμιού του. « Ένα χαρτάκι, ξέρεις τώρα. Ένα μικρό χαρτάκι μόνο».

RkJQdWJsaXNoZXIy MTY1MTE=