Βαλκανική τριλογία

OL I V I A MANN I NG 860 έβλεπε προς τη θάλασσα άνθιζε με ένα βερικοκί χρώμα. Πλημμυρι­ σμένη θαυμασμό, έτρεχε από κίονα σε κίονα, αγγίζοντας τον καθένα σαν να ήταν φίλος. Όταν ο Γκάι έφτασε κοντά της, του έδειξε τον Πειραιά μέσα από την καταχνιά. «Βλέπεις τη θάλασσα;» Τον είδε να κατεβάζει πάλι τα γυαλιά του και συγκινήθηκε, γιατί θυμήθηκε που της είχε πει πως μικρός δεν τολμούσε ν’ αφήσει τους γονείς του να καταλάβουν ότι ήταν μύωπας, επειδή το κόστος των γυαλιών θα προκαλούσε κρίση στο σπιτικό τους. Στο σχολείο δεν έβλε­ πε καλά στον μαυροπίνακα και τον θεωρούσαν αργόστροφο, ώσπου ένας οξυδερκής δάσκαλος ανακάλυψε ποιο ήταν το πρόβλημα. «Με τη θάλασσα τόσο κοντά, μπορούμε να ξεφύγουμε λίγο» του είπε. «Πάντα υπάρχει ένα πλοίο που πάει κάπου». Αφού κοίταξε κάμποσηώρα τη θάλασσα, ο Γκάι της εξομολογήθηκε: «Δεν ξέρω κολύμπι». «Δεν ξέρεις;» «Μέχρι τα δεκαοχτώ μου δεν είχα δει καν θάλασσα». «Μα δεν υπήρχε κάποια πισίνα;» «Ναι, αλλά με φόβιζε – η ηχώ κι εκείνη η παράξενη μυρωδιά». «Χλώριο. Απαίσια απόχρωση του κίτρινου αυτή η μυρωδιά. Ούτε κι εμένα μ’ αρέσει». Κάθισαν στο πάνω πάνω σκαλί ατενίζοντας τον Πειραιά και τη μακρινή σκιά της Πελοποννήσου, ενώ η Χάριετ σκεφτόταν απογοη­ τευμένη ότι ο Γκάι δεν μπορούσε να κολυμπήσει. Δεν υπήρχε καμία ασφάλεια στον κόσμο. Εδώ, στην κορυφή της Ακρόπολης, τους φα­ ντάστηκε ναυαγισμένους στηΜεσόγειο και προβληματίστηκε πώς θα κρατούσε τον Γκάι στην επιφάνεια του νερού για να μη βουλιάξει. Όσο για εκείνον, έμεινε ακίνητος για τέσσερα λεπτά κι ύστερα κοίταξε το ρολόι του και είπε: «Νομίζωπως πρέπει να γυρίσουμε. Ενδέχεται να έχουμε κάποιο νέο». Όταν έφτασαν στο ξενοδοχείο, ο θυρωρός έδωσε στον Γκάι έναν φάκελο. Μέσα υπήρχε μια κάρτα που είχε τυπωμένες πάνω τις λέξεις «Στο Σπίτι». Ο κύριος Ντιούμπεντατ και ο κύριος Λας προσκαλούσαν

RkJQdWJsaXNoZXIy MTY1MTE=