Βαλκανική τριλογία

ΗΡΩΕΣ ΚΑΙ ΦΙΛΟΙ 857 «Δεν μας θέλουν εδώ». «Γιατί να μη μας θέλουν εδώ;» «Για ένα σωρό λόγους. Έτσι και ο Γκρέισι πάρει εσένα, μπορεί να μην τους θέλει αυτούς. Επίσης, είναι γεγονός πως ξέρεις πάρα πολλά». Ο Γκάι γέλασε. «Τι ξέρω δηλαδή;» «Ξέρεις ότι το έσκασαν από τη Ρουμανία επειδή φοβήθηκαν». «Έχασαν την ψυχραιμία τους. Θα μπορούσε να συμβεί στον καθέ­ να. Αποκλείεται να πιστεύουν ότι θα το αναφέρουμε αυτό. Γνωρίζουν πως μπορούν να μας έχουν εμπιστοσύνη». «Εμείς όμως μπορούμε να τους έχουμε εμπιστοσύνη; Δεν νομίζω ότι πρέπει να περιμένουμε νέα τους. Καλό θα ήταν να μάθουμε πού βρίσκεται ο Γκρέισι και να πάμε να τον επισκεφτούμε». «Ξέρουμε κανέναν που να γνωρίζει τον Γκρέισι;» Η Χάριετ έγνεψε αρνητικά και γλίστρησε το χέρι της στην παλάμη του Γκάι. «Εκτός από τον Γιάκιμοφ, δεν έχουμε άλλους φίλους». Έμειναν αμίλητοι για μερικά λεπτά να αναλογίζονται την κατάστασή τους πια­ σμένοι χέρι χέρι. Μετά η Χάριετ, κοιτώντας από το παράθυρο του καφέ, άφησε να της ξεφύγει ένα γελάκι. «Υπάρχει άλλος ένας γνωστός μας εδώ, κάποιος που, επιπλέον, ίσως να γνωρίζει τον Γκρέισι». «Ποιος;» «Βρίσκεται εκεί μέσα και τρώει γλυκά». Ο Γκάι κοίταξε ολόγυρα και είδε έναν μικρόσωμο άντρα καθισμένο σε ένα γωνιακό τραπέζι μέσα στο καφέ. Ο γιακάς του παλτού του ήταν ανασηκωμένος μέχρι τ’ αυτιά του, η ρεπούμπλικά του κατεβασμένη μέχρι τα μάτια του και είχε τους ώμους κυρτωμένους σαν να ήθελε να προστατευτεί από κάποιο ρεύμα. Στα χέρια του φορούσε γάντια. Με ένα ασημένιο πιρούνι έχωνε μπουκιές μιλφέιγ μέσα από τον γιακά στο στόμα του. Το μόνο που διακρινόταν ήταν μια πλακουτσωτή γκρίζα μύτη: η μύτη του καθηγητή λόρδου Πίνκροουζ, που το είχε σκάσει επίσης από τους κινδύνους του Βουκουρεστίου. «Ο Πίνκροουζ» είπε ο Γκάι χωρίς ίχνος ενθουσιασμού.

RkJQdWJsaXNoZXIy MTY1MTE=