Βαλκανική τριλογία

OL I V I A MANN I NG 856 «Η Ελλάδα δεν είναι καμένο χαρτί». «Προς το παρόν όχι, αλλά ποιος ξέρει τι πρόκειται να συμβεί; Είναι ζόρικα ταπράγματα εδώ. Από τονΑύγουστο και μετά είναι πολύ ζόρικα». «Γιατί; Τι έγινε τον Αύγουστο;» «Οι Ιταλοί τορπίλισαν ένα ελληνικό πλοίο. Υπήρξαν έντονες αντι­ δράσεις. Από μέρα σε μέρα μπορεί να γίνει της κακομοίρας». «Α!» Η Χάριετ δεν είχε τίποτα να πει. Ζούσε σ’ έναν κόσμο όπου μονάχα οι αδαείς μπορούσαν να είναι ευτυχισμένοι. Βλέποντας πως την είχε κάνει να μαζευτεί, ο Τόμπι τη χτύπησε ελαφρά στο χέρι με ύφος υποτιμητικό και χαμογέλασε πονηρά. Αφού είχε εδραιώσει την αρσενική του υπεροχή, ήπιε το ούζο του –σκέτο, σαν σωστός άντρας– και συνέχισε: «Θα σου πω τι θα κάνουμε: Θα μιλήσουμε στον κύριο Γκρέισι. Θα πάμε να τον δούμε αύριο. Ίσως περάσουμε κι απόψε από το σπίτι του. Γιατί όχι; Τέλος πάντων, μπορείς να βασίζεσαι πάνω μας. Θα πούμε ότι είσαι εξαιρετικός άνθρωπος, καλός καθηγητής, συνεργάσιμος, αξιόπιστος. Βασικά, ένας από τους καλύτερους». Ο Γκάι άκουγε ανέκφραστος την απαρίθμηση των αρετών του και στο τέλος είπε απλώς: «Θα χρειαστούμε χρήματα». «Πρέπει να το τακτοποιήσουμε κι αυτό». Ο Τόμπι εξέτασε τον λογαριασμό δίπλα στο ποτήρι του και έβγαλε μια χούφτα κέρματα. «Κερνάω εγώ» δήλωσε ο Γκάι. «Εντάξει λοιπόν. Είμαι υποχρεωμένος να γυρίσω στη Σχολή, η μέρα μου είναι πολύ γεμάτη. Έχω άλλη μία διάλεξη στις δώδεκα. Μην ανη­ συχείτε. Να περιμένετε νέα μας». Ο Τόμπι κάλεσε ένα ταξί και έφυγε. «Τον έστειλαν να μας βρει» είκασε η Χάριετ. «Τηλεφώνησε στον Ντιούμπεντατ κι εκείνος είπε:“Τρέξε να τους προλάβεις, βρε βλάκα. Καλόπιασέ τους. Εμπόδισέ τους να κάνουν κάποια κίνηση μόνοι τους”. Είναι προφανές ότι δεν θέλουν να δούμε τον Γκρέισι. Γιατί όμως;» « Έλα τώρα, αγάπη μου!» Ο Γκάι δυσφορούσε με την καχυποψία της για τους συνανθρώπους της. «Δεν είναι συνωμότες. Και όντως μου έχουν υποχρέωση. Μάλλον έτσι θα το σκέφτηκε ο Ντιούμπεντατ».

RkJQdWJsaXNoZXIy MTY1MTE=