Βαλκανική τριλογία

OL I V I A MANN I NG 854 σε για πάρα πολύ καιρό αλάφρωνε σιγά σιγά. Πόσο διαφορετική θα ήταν η ζωή εδώ, σ’ αυτή τη ράθυμη λιακάδα, όπου η μοίρα της Ρου­ μανίας ήταν μια ασήμαντη δόνηση, τόσο μακριά, ώστε δεν είχε καμία σημασία! Εδώ αρκούσε να είναι κανείς Εγγλέζος για να γίνει αποδεκτός. Δεν ήταν μόνο πως οι Έλληνες και οι Άγγλοι μοιράζονταν έναν κοινό σκο­ πό, αλλά η Χάριετ αισθανόταν και μια συμπάθεια ανάμεσά τους. Αν μπορούσαν να μείνουν στην Αθήνα, η ίδια και ο Γκάι δεν θα είχαν λόγο να ανησυχήσουν ποτέ ξανά. Θέλοντας να αναγνωρίσει κι εκείνος τη γαλήνη που είχαν βρει, του είπε: «Είναι υπέροχα!». Ο Γκάι σήκωσε τα μάτια του από την εφημερίδα, έστρεψε το πρό­ σωπό του στον ήλιο και έγνεψε καταφατικά. «Να αισθανόμαστε ασφαλείς!» συμπλήρωσε η Χάριετ. «Απλά και μόνο να αισθανόμαστε ασφαλείς! Είναι υπέροχα να βρισκόμαστε με ανθρώπους που είναι με τη δική μας πλευρά». Έχοντας έρθει από μια χώρα που είχε ξεπουληθεί από τον φόβο της, είχε απόλυτη συναίσθη­ ση της χαλαρότητας των Ελλήνων. Και με το δίκιο τους ήταν χαλαροί: η αξιοπρέπειά τους παρέμενε απρόσβλητη. Αφού διάβασε τη μικρή δισέλιδη εφημερίδα, ο Γκάι βάλθηκε να παρακολουθεί τους περαστικούς με πρόθυμο και διερευνητικό βλέμ­ μα, ανυπομονώντας να γνωρίσει και να γνωριστεί. Ενώ η Χάριετ ήταν ευχαριστημένη απλώς να κάθεται και να παρατηρεί τον κόσμο, ο Γκάι λαχταρούσε να επικοινωνήσει, και εκείνη ευχήθηκε να εμφανιζόταν κάποιος στον οποίο να μπορούσε να μιλήσει. Και όντως κάποιος εμ­ φανίστηκε: ο Τόμπι Λας. «Θεούλη μου!» αναφώνησε. «Για κοίτα!» Ο Γκάι ακολούθησε το βλέμμα της και το πρόσωπό του κατσούφια­ σε. Βγαίνοντας από ένα ταξί, ο Τόμπι έδειχνε αγχωμένος και, όπως έσπρωχνε τους διαβάτες στο πεζοδρόμιο για να περάσει, οι κινήσεις του ήταν τόσο ασυντόνιστες, ώστε έμοιαζε ανισόρροπος. Βλέποντας τους Πρινγκλ, σήκωσε ψηλά τα χέρια του και φώναξε: «Α, να σαστε! Το φαντάστηκα πως θα σας έβρισκα εδώ!». Σωριά

RkJQdWJsaXNoZXIy MTY1MTE=