Βαλκανική τριλογία

ΗΡΩΕΣ ΚΑΙ ΦΙΛΟΙ 853 «Θα μείνουμε εδώ όσο μπορούμε» δήλωσε ο Γκάι, και στην οδό Σταδίου βρήκε ένα ανταλλακτήριο συναλλάγματος όπου άλλαξε τα ρουμανικά λέι του με δραχμές. Η συναλλαγή έγινε απρόθυμα και η τιμή ήταν χαμηλή, αλλά εκείνος ενθουσιάστηκε που πήρε έστω και αυτό το ποσό. Μόλις βρέθηκε με λεφτά στις τσέπες, ήθελε να τα ξο­ δέψει. «Πάμε στο καφέ που μου έδειξες» πρότεινε. «Στο αγαπημένο στέκι του Γιάκιμοφ». «Στο Ζόναρς. Δεν είναι φτηνό». «Δεν πειράζει». Βρήκαν ένα τραπέζι στον ήλιο και κάθισαν ανάμεσα στους εύπο­ ρους αργόσχολους Έλληνες που διάβαζαν μια αγγλική εφημερίδα με τίτλο: «Βυθίστηκαν Εφτά Γερμανικά Υποβρύχια». Οι Πρινγκλ ένιωσαν δέος, γιατί στη Ρουμανία είχαν καταλήξει να πιστεύουν, όπως όλος ο κόσμος, πως τα μοναδικά πλοία που βυθίζονταν ήταν βρετανικά. Μόλις είδε το ζευγάρι των Άγγλων, ένας γλυκός ηλικιωμένος Έλ­ ληνας που έτρεμε ολόκληρος πλησίασε τον Γκάι και του έτεινε μια εφημερίδα. Ο Γκάι του έδωσε ένα χαρτονόμισμα και ο γέρος ούτε το έβαλε στα πόδια ούτε ζήτησε περισσότερα, αλλά μέτρησε προσεκτικά τα ρέστα πάνω στο τραπέζι και πήγε να φύγει. Όταν ο Γκάι έσπρωξε μερικά κέρματα προς το μέρος του, εκείνος έκανε μια μικρή υπόκλιση και τα μάζεψε. Ο Γκάι διάβαζε την εφημερίδα του, ενώ η Χάριετ παρακολουθούσε τους άντρες που κυκλοφορούσαν ανάμεσα στα τραπέζια πουλώντας μαντολάτα, φιστίκια και σφουγγάρια. Ένας απ’ αυτούς είδε ότι τον κοιτούσε και της έτεινε ένα τεράστιο σφουγγάρι, κίτρινο σαν πεπόνι. Εκείνη ύψωσε το πιγούνι της κατά τον ελληνικό τρόπο και μουρμού­ ρισε στη γλώσσα του: «Όχι». Ο άντρας τής έδειξε άλλα σφουγγάρια, μπεζ, χρυσαφένια, φαιοκίτρινα και καφέ. Η Χάριετ κουνούσε όλο και πιο αδύναμα το κεφάλι και το «όχι» της μόλις που ακουγόταν. Ο άν­ θρωπος δεν θύμωσε, όπως οι αποκρουστικοί ζητιάνοι του Βουκουρε­ στίου, αλλά χαμογέλασε διασκεδάζοντας με τη συμπεριφορά της και προχώρησε πιο κάτω. Εκείνη χαλάρωσε στην πολυθρόνα της και ένιω­ σε την έντασή της να λιγοστεύει, λες και κάποιο άχθος που κουβαλού

RkJQdWJsaXNoZXIy MTY1MTE=