Βαλκανική τριλογία

ΗΡΩΕΣ ΚΑΙ ΦΙΛΟΙ 843 «Τον άφησες στο Βουκουρέστι;» «Όχι. Η δουλειά του δεν του εξασφαλίζει διπλωματικά προνόμια, οπότε τον διέταξαν να πάει στο Βελιγράδι. Ταξιδέψαμε μαζί μέχρι τη Σόφια». Ο Γκάι χαμογέλασε στη σκέψη τού πώς χώρισαν σαν σύντρο­ φοι, γιατί, όπως είπε και ο Ντέιβιντ, είχαν μείνει και είχαν δει την αναταραχή μέχρι το τέλος. «Όταν πήγαμε να φάμε» συνέχισε «ολόγυ­ ρά μας κάθονταν γερμανοί αξιωματικοί. Φοβάμαι πως μας είχε πιάσει κάτι σαν υστερία. Μου είχε καρφωθεί στο μυαλό πως, ό,τι κι αν γινό­ ταν, εγώ θα έμενα εκεί, κι ο Ντέιβιντ με αποκαλούσε “Το Απτόητο Μολυβένιο Στρατιωτάκι”. Μας ήταν αδύνατον να σταματήσουμε τα γέλια. Οι Γερμανοί γύριζαν συνέχεια και μας κοιτούσαν. Νομίζω ότι μας πέρασαν για τρελούς». «Αν ήθελες να μείνεις στη Ρουμανία, ήσουν όντως τρελός». «Ω, δεν ξέρω. Δεν είχα λάβει εντολή να φύγω. Όμως την επόμενη μέρα μ’ έπιασαν από τη Διπλωματική Αποστολή και με πληροφόρησαν πως μας έδιωχναν όλους. Αυτή τη φορά αμετάκλητα. ΟΝτέιβιντ μόλις έφευγε για το αεροδρόμιο, κι έτσι πήγα μαζί του. Ο νεαρός Φιτζσάιμον υποσχέθηκε να προσπαθήσει να σου στείλει μήνυμα». «Ναι, κάποιος κατάφερε να τηλεφωνήσει. Έφερε το μήνυμα ο Γιάκιμοφ. Ξέρεις, είναι σπουδαίος και τρανός, ή έτσι λέει ο ίδιος. Εργάζεται στην Υπηρεσία Πληροφοριών». «Ο καλός μας ο Γιάκιμοφ! Πραγματικά ανυπομονώ να τον δω». Στο θαμπόφως της τραπεζαρίας του ξενοδοχείου, που βρισκόταν στο υπόγειο, το πρόσωπο του Γκάι, συνήθως τόσο φρέσκο, έδειχνε σταχτί και τραβηγμένο. Καθώς έτρωγαν, αναστέναξε κουρασμένος αλλά χα­ ρούμενος. Ωστόσο δεν είχε σκοπό να πάει να ξαπλώσει. Ήταν νωρίς και κανείς δεν ήξερε τι άλλο μπορεί να τους επιφύλασσε η ζωή ακόμα. «Έλα να βγούμε για να δούμε λίγο την πόλη» πρότεινε. Πήγαν στο Ζόναρς, αλλά ο Γιάκιμοφ δεν ήταν εκεί. Έκαναν βόλτες για μισή ώρα χωρίς να συναντήσουν κανέναν γνωστό τους, κάτι που φάνηκε να παραξενεύει τον Γκάι, ο οποίος στο τέλος παραδέχτηκε ότι ήταν εξαντλημένος και έτοιμος να επιστρέψει στο ξενοδοχείο. * * *

RkJQdWJsaXNoZXIy MTY1MTE=