Βαλκανική τριλογία

OL I V I A MANN I NG 842 όπως ήταν, ξαφνιάστηκε που την είχε επηρεάσει τόσο η πιθανότητα να διατρέξει κίνδυνο. «Χαζούλα!» της είπε και την αγκάλιασε. Η Χάριετ κόλλησε πάνω του και τον οδήγησε μέσα από τις σκιές στο τελωνείο. Όταν έφτασαν οι αποσκευές από το αεροπλάνο, ήρθε και η βαλίτσα του Γκάι. Είχε γυρίσει στο διαμέρισμα και την είχε γεμίσει, όπως και το σακίδιο, με βιβλία. «Κι από ρούχα;» τον ρώτησε η Χάριετ. «Έχω στο σακίδιο μια αλλαξιά εσώρουχα. Δεν πήρα τίποτε άλλο. Ρούχα μπορεί ν’ αγοράσει κανείς οπουδήποτε». «Και βιβλία επίσης» του επισήμανε, αλλά δεν ήταν ώρα για καβγά­ δες. «Είχε μπει κανείς στο διαμέρισμα;» «Όχι, ήταν όπως ακριβώς το αφήσαμε». «Κανένα νέο από τον Σάσα;» «Κανένα». Όταν το λεωφορείο σταμάτησε στη γωνία απέναντι από το Ζόναρς, η Χάριετ έδειξε τα μεγάλα ολόφωτα παράθυρα και τις ψάθινες καρέκλες και είπε: «Είναι εδώ ο Γιάκιμοφ. Αυτό είναι το αγαπημένο του στέκι». «Ο Γιάκι είναι εδώ; Θαύμα! Πάμε ν’ αφήσουμε αυτά τα μπαγκάζια και να τον συναντήσουμε». «Έχεις καθόλου χρήματα;» «Όχι δραχμές. Δεν έχεις εσύ;» «Όχι πολλά. Και είμαι πτώμα στην κούραση». Μολονότι ανυπομονούσε να συγκεντρώσει ολόγυρά του τον και­ νούργιο τους κόσμο, ο Γκάι αναγκάστηκε να παραδεχτεί πως ήταν κι εκείνος κουρασμένος. Το γεγονός τον παραξένεψε, αλλά αφού το σκέφτηκε λίγο είπε: «Δεν ξάπλωσα χτες βράδυ. Ίσως φταίει αυτό». «Πώς πέρασες τη νύχτα;» «Ο Ντέιβιντ κι εγώ ξενυχτήσαμε παίζοντας σκάκι. Εγώ ήθελα να κοιμηθώ στο διαμέρισμα, όμως ο Ντέιβιντ είπε ότι θα ήταν μεγάλη βλακεία, κι έτσι καταλήξαμε στο δωμάτιό του».

RkJQdWJsaXNoZXIy MTY1MTE=