Βαλκανική τριλογία

2 Τ ο αεροπλάνο όταν είχε έρθει στην Αθήνα η Χάριετ είχε φτάσει στην ώρα του. Είχε κατέβει ανάμεσα από τα βουνά σε μια εξαίσια στιγμή –τη στιγμή που ύμνησε ο Πίνδαρος–, όταν η μαρμαρένια πόλη και όλοι της οι λόφοι έλαμπαν στις ρόδινες και ιώδεις αποχρώσεις του εσπερινού φωτός. Έτσι όπως στεκόταν στο μαραμένο χορτάρι του αεροδρομίου, ανα­ μένοντας τη στιγμή ως προάγγελο της άφιξης του Γκάι, η Χάριετ έβλε­ πε αυτή τη λαμπρότητα ως ένα δώρο για εκείνον. Ωστόσο η σκηνή άγγιξε την τελειότητα και μετά άρχισε να σκοτεινιάζει. Για λίγη ώρα η λάμψη παρέμεινε βαθυκόκκινη πάνω από τους λόφους κι ύστερα χάθηκε, αφήνοντάς τη στην αγωνία της. Πέρασε κοντά μία ώρα μέχρι να φτάσει το αεροπλάνο της Λουφτχάνσα, με τα φώτα προσγείωσης να αναβοσβήνουν πάνω από την Πάρνηθα. Επιτέλους, προσγειώθηκε. Είδε τον Γκάι στη σκάλα. Μύωπας και χαμένος μέσα στις δέσμες φωτός των προβολέων εδάφους, ήξερε ότι ποτέ δεν θα κατάφερνε να τη βρει, κι έτσι στεκόταν εκεί, ένας μεγα­ λόσωμος, ατημέλητος, διοπτροφόρος άντρας που κρατούσε ένα βιβλίο στο ένα χέρι και ένα παλιό σακίδιο στο άλλο, περιμένοντάς τη να τον πλησιάσει. Εκείνη έμεινε να τον χαζεύει για λίγο, κατάπληκτη από την πραγματικότητα. Ύστερα έτρεξε προς το μέρος του. Όταν έφτασε κοντά του, έκλαιγε ανεξέλεγκτα. «Τι συμβαίνει;» απόρησε ο Γκάι. «Εσύ τι νομίζεις; Ανησυχούσα, φυσικά». «Δεν είναι δυνατόν ν’ ανησυχούσες για μένα!» γέλασε εκείνος, σμίγοντας τα φρύδια για να κρύψει την έγνοια του. Την έπιασε και την τράνταξε από τον αγκώνα. «Ήξερες πως θα ήμουν μια χαρά». Ταπεινός

RkJQdWJsaXNoZXIy MTY1MTE=