Βαλκανική τριλογία

ΗΡΩΕΣ ΚΑΙ ΦΙΛΟΙ 839 «Εγώ λέω να πιω ένα κονιάκ. Έχω διαπιστώσει ότι το πολύ τσάι με στεγνώνει». Όταν ήρθε η παραγγελία, ο σερβιτόρος ακούμπησε τον λογαριασμό δίπλα στο ποτήρι του. Ο Γιάκιμοφ τον έσπρωξε προς τη μεριά της Χά­ ριετ. Ευδιάθετος πάλι, πίνοντας με μικρές γουλιές το μπράντι του, είπε: «Ξέρεις, εδώ υπάρχει μεγάλη ρωσική παροικία. Χαριτωμένοι άνθρω­ ποι, από τις καλύτερες οικογένειες. Και υπάρχει και Ρωσική Λέσχη με ρωσικό φαγητό. Υπέροχο. Κάποιο από τα μέλη μού είπε: “Επιφανές όνομα το Γιάκιμοφ.Οπατέρας σας δενήταναγγελιαφόρος του τσάρου;”» «Ήταν πράγματι ο πατέρας σου αγγελιαφόρος του τσάρου;» «Μη με ρωτάς, αγαπητό μου κορίτσι. Όλα αυτά συνέβησαν πριν από πολλά χρόνια. Ο Γιάκι ήταν τότε μια σταλιά. Όμως ο πατερούλης μου ήταν μέλος της βασιλικής ακολουθίας. Δεν υπάρχει καμία αμφι­ βολία γι’ αυτό. Το παλτό μου με τη γούνινη επένδυση του το ’χε χαρί­ σει ο τσάρος. Ίσως να σ’ το ’χω πει;» «Το έχεις αναφέρει μια δυο φορές». «Ξέρεις, υποθέτω, πως η μανούλα μου πέθανε». «Όχι. Λυπάμαι πολύ». «Τέρμα πια τα εμβάσματα για τον Γιάκι. Ήταν καλός άνθρωπος η μανούλα μου, φρόντιζε το καημένο της το αγόρι, αλλά δεν άφησε δε­ κάρα. Είχε κάνει ένα ασφαλιστικό συμβόλαιο που της απέφερε μια ετήσιαπρόσοδο. Όλα χάθηκαν μαζί της. Κακή ιδέα οι ετήσιες πρόσοδοι». Στο παρελθόν η Χάριετ έβρισκε απεχθή την απληστία του Γιάκιμοφ, τώρα όμως το μόνο που την ενδιέφερε ήταν να περάσει η ώρα. Ο χρό­ νος ήταν ένα εμπόδιο το οποίο έπρεπε να υπερπηδήσει. Τίποτα δεν επιθυμούσε περισσότερο από το να δει το λεωφορείο του αεροδρομίου να σταματάει στην απέναντι γωνία. «Κοίτα εκείνον τον τύπο!» της έδειξε ο Γιάκιμοφ. «Αυτόν που κου­ βαλάει τα κιλίμια. Είναι Τούρκος. Είχα γνωρίσει κάποτε έναν απ’ αυ­ τούς στο Παρίσι. Ένας φίλος μου Αμερικανός είχε αγοράσει όλο του το απόθεμα. Ο φουκαράς, γύρισε στο σπίτι του χωρίς ούτε ένα κιλίμι πάνω του. Άρπαξε πνευμονία και πέθανε». Εκείνη χαμογέλασε, καταλαβαίνοντας ότι προσπαθούσε να τη δια

RkJQdWJsaXNoZXIy MTY1MTE=