Βαλκανική τριλογία

ΗΡΩΕΣ ΚΑΙ ΦΙΛΟΙ 837 από τα οποία ξεπετάγονταν οι πτερόσχημες κορφές των φοινίκων. Τέσσερις πανύψηλοι φοίνικες με λείους ασημένιους κορμούς έστεκαν φρουροί απέναντι από την είσοδο του Κήπου. Κτίρια, δέντρα, αυτο­ κίνητα, άνθρωποι, όλα τρεμούλιαζαν μες στην υγρή ζέστη του φθινο­ πωρινού απογεύματος. Αθήνα , συλλογίστηκε η Χάριετ. Η πολυπόθητη πόλη . Το Βουκουρέστι περικλειόταν από την Ευρώπη, εδώ όμως είχε φτάσει στη Μεσόγειο. Στο Βουκουρέστι ξεκινούσε ο χειμώνας. Στην Αθήνα, καταπώς φαινόταν, το καλοκαίρι θα συνεχιζόταν για πάντα. Αν κατάφερναν να επιβιώσουν μέχρι το βράδυ, εκείνη και ο Γκάι θα βρίσκονταν εδώ μαζί. Φαντάστηκε πού θα ήταν τώρα το αεροπλά­ νο του: στα ουράνια, πάνω από τα βαθυγάλαζα και πράσινα χρώματα του Αιγαίου. Επιστράτευσε όλη τη δύναμη της βούλησής της για να το διατηρήσει στην πορεία του. Ο Γκάι είχε εγκαταλείψει τη δύστυχη πρωτεύουσα και τους μανιακούς υπηρέτες της νέας τάξης, και τώρα η Χάριετ δεν είχε παρά να τον περιμένει να φτάσει σώος και ασφαλής. Αν και προσπάθησε να επικεντρώσει τη σκέψη της σε αυτό, η φαντα­ σία της ξέφευγε από τον έλεγχό της. Σκεφτόταν εκείνους που είχαν μείνει πίσω. Σκεφτόταν τον Σάσα. Ο Γιάκιμοφ, σε ρόλο οικοδεσπότη και ξεναγού, της έδειχνε τα αξιοθέατα. Έχοντας συναίσθηση ότι βρισκόταν σε πλεονεκτική θέση, η συμπεριφορά του είχε κάτι το πομπώδες. «Ωραία πόλη» σχολίασε. «Πάντα μου άρεσε. Παλιό στέκι του Γιάκι σου, φυσικά». Είχε αφήσει τα χρέη του πίσω και κανείς από τους καινούργιους φίλους του δεν είχε προλάβει να μάθει γι’ αυτά. Είχε βρει δουλειά. Παρόλο που τα ρούχα του δεν επιδέχονταν πια επιδιόρθωση, ήταν καθαρά και σιδερωμένα και τα φορούσε με έναν αέρα που υπαινισσό­ ταν τα περασμένα του μεγαλεία. Έδειξε με ένα νεύμα ένα περίκομψο γωνιακό κτίριο και ανακοίνωσε: «Το Μ.B.». «Τι γίνεται εκεί;» « Αγαπητό μου κορίτσι! ΤοΜ.B. είναι το καλύτερο ξενοδοχείο. Ξέρεις,

RkJQdWJsaXNoZXIy MTY1MTE=