Βαλκανική τριλογία

OL I V I A MANN I NG 836 Εκείνη έγνεψε καταφατικά και σωριάστηκε σε ένα κάθισμα στο φουαγέ. «Υπέροχα» ψιθύρισε και μετά διπλώθηκε στα δύο και έκρυψε το πρόσωπό της μέσα στις παλάμες της. «Αγαπητό μου κορίτσι!» Η Χάριετ σήκωσε το κεφάλι της με μάτια δακρυσμένα και γέλασε. «Ο Γκάι θα βρίσκεται εδώ με τη δύση του ήλιου». «Ορίστε, είδες; Σ’ το ’πα πως μπορεί να φροντίσει τον εαυτό του». Παραζαλισμένη από την εξάντληση και την ανακούφιση, παρέμει­ νε στη θέση της, ξέροντας ότι η αγωνία δεν είχε τελειώσει. Έπρεπε ν’ αντέξει ως το ηλιοβασίλεμα. Ο Γιάκιμοφ την κοίταξε κάπως ανήσυχος και ύστερα της πρότεινε: «Γιατί δεν έρχεσαι για λίγο έξω; Να πάρεις καθαρό αέρα; Ξέρεις, θα σου κάνει πολύ καλό». «Ναι, ναι, πολύ θα το ’θελα». «Πήγαινε λοιπόν να πάρεις το καπέλο σου, αγαπητό μου κορίτσι». Η Χάριετ βγήκε στο φως της ημέρας σαν να συνερχόταν από μιαν αρρώστια. Ο δρόμος ήταν σκιερός, στο τέλος του όμως έβλεπε μια εκτυφλωτική λιακάδα. Όταν ο Γιάκιμοφ έστριψε προς την άλλη μεριά, του είπε: «Θα μπορούσαμε να πάμε προς τα εκεί;». «Προς τα εκεί!» Φάνηκε να δυσφορεί. «Εκεί είναι η πλατεία Συ­ ντάγματος. Θέλεις να τη διασχίσουμε; Θα κάνουμε μεγαλύτερο γύρο όμως». «Μα… πάμε κάπου συγκεκριμένα;» Ο Γιάκιμοφ δεν απάντησε. Μπήκαν στην πλατεία, όπου υπήρχε ένας μικρός δημόσιος κήπος παραμελημένος, με μαραγκιασμένα πορτοκάλια πάνω σε πορτοκαλιές. Τα κτίρια, την πληροφόρησε ο Γιάκιμοφ, ήταν ξενοδοχεία και σημαντικά γραφεία. Μερικά είχαν μαρμάρινη πρόσοψη, άλλα πρόσοψη από καφερόδινο μαρμαροκονία­ μα. Πάνω από την πλατεία βρισκόταν η Βουλή, που κάποτε ήταν ανά­ κτορο και εξακολουθούσε να αποπνέει τέτοιον αέρα. Δίπλα ήταν ο Εθνικός Κήπος, μια ζούγκλα από ευαίσθητα φουντωτά δέντρα, μέσα

RkJQdWJsaXNoZXIy MTY1MTE=