Utopia avenue

U T O P I A A V E N U E 15 Ο θυρωρός πίνει μια γουλιά τσάι. «Πες της πως το έχασες εκεί που προσπαθούσες να κάνεις τον καλό Σαμαρείτη. Μπορεί και να σε λυ­ πηθεί. Πού ξέρεις;» Η κυρία Νέβιτ κάθεται δίπλα στο ψηλό παράθυρο. Το καθιστικό μυ­ ρίζει υγρασία και χοιρινό λίπος. Το τζάκι φαίνεται σφραγισμένο. Το κατάστιχο της σπιτονοικοκυράς είναι ανοιχτό πάνω στο γραφείο της. Οι βελόνες του πλεξίματός της χτυπούν και κουδουνίζουν. Ένας πο­ λυέλαιος, αιωνίως σβηστός, κρέμεται απ’ το ταβάνι. Το μοτίβο της ταπετσαρίας, φλοράλ κάποτε, έχει σβήσει μέσα σε μια μουντάδα ζού­ γκλας. Φωτογραφίες των τριών νεκρών συζύγων της κυρίας Νέβιτ αγριοκοιτάζουν απ’ τις επίχρυσες κορνίζες τους. «Καλημέρα, κυρία Νέβιτ». «Κοντεύει μεσημέρι, κύριε Μος». «Ναι, τι να πω, ε…» Ο λαιμός του Ντιν έχει ξεραθεί. «Με κλέψανε». Οι βελόνες του πλεξίματος σταματούν. «Τι ατυχία». «Μεγάλη. Έβγαλα τα λεφτά για το νοίκι, μα δυο πορτοφολάδες μού την πέσανε στην Ντένμαρκ. Πρέπει να με είδαν που εκταμίευσα το έμβασμα και με ακολούθησαν. Ληστεία μπροστά στα μάτια μου. Κυριολεκτικά». «Πόπο. Άκου να δεις». Νομίζει ότι της πουλάω παραμύθια , σκέφτεται ο Ντιν. «Τι κρίμα, τότε» συνεχίζει η κυρία Νέβιτ, «που δεν έμεινες στου Μπρέτον, στο Βασιλικό Τυπογραφείο. Ήταν μια καθωσπρέπει θέση. Σε καλή γειτονιά. Δεν έχει “ληστείες” στο Μέιφερ». Στου Μπρέτον ήταν μισθωτή σκλαβιά , σκέφτεται ο Ντιν. «Όπως σας είπα, κυρία Νέβιτ, στου Μπρέτον δεν πήγε καλά το πράγμα». «Κάτι που οπωσδήποτε δεν αφορά εμένα. Αυτό που αφορά εμένα είναι το ενοίκιο. Να υποθέσω ότι θέλεις κι άλλο χρόνο για να πληρώ­ σεις;» Ο Ντιν χαλαρώνει λιγάκι. «Ειλικρινά, θα σας ήμουν ευγνώμων». Τα χείλη της σφίγγουν και τα ρουθούνια της παίζουν. «Τότε γι’ αυτή τη φορά, και μόνο γι’ αυτή τη φορά, θα σου παρατείνω την προ­ θεσμία–»

RkJQdWJsaXNoZXIy MTY1MTE=