Utopia avenue

U T O P I A A V E N U E 31 εντάξει; Ο κόσμος κουτσομπολεύει, και θα τ’ ακούσουν η γιαγιάΜος κι ο Μπιλ κι ο αδελφός μου, και θ’ ανησυχήσουν και τέτοια, οπότε–» «Ναι, εννοείται, κοίτα όμως. Πάρε ένα κατιτί μέχρι να ξανασταθείς στα πόδια σου». Ο Κένι έχει βγάλει το πορτοφόλι του κι έχει βάλει κάτι στην τσέπη του Ντιν. «Ένα πεντόλιρο σού ’δωσα, δεν πήγα να σου βάλω χέρι». Ο Ντιν θέλει να ανοίξει η γη να τον καταπιεί. «Φιλαράκι, δεν ψά­ ρευα, δεν–» «Το ξέρω. Το ξέρω. Αν όμως ήμουν στη θέση σου, θα έκανες το ίδιο για μένα, έτσι;» Ο Ντιν σκέφτεται να επιστρέψει τα χρήματα, για τρία γεμάτα δευ­ τερόλεπτα. Με πέντε λίρες θα βγάλει δύο βδομάδες. «Χριστέ μου, Κένι, δεν ξέρω πώς να σ’ ευχαριστήσω. Θα σ’ τα ξεπληρώσω». «Το ξέρω. Να υπογράψεις συμβόλαιο με δισκογραφική και μετά». «Δεν θα το ξεχάσω. Μα τον Θεό. Να ’σαι καλά. Θα–» Ξεσπούν στριγκλιές και φωνές. Ένας άντρας χιμάει στο πλήθος, σπρώχνοντας πελάτες δεξιά κι αριστερά. Ο Κένι πάει στη μια άκρη κι ο Ντιν στην άλλη. Είναι ο Λάρι Ράτνερ, ο μπασίστας των Blues Cadillac, που τρέχει προς τη σκάλα – με τον Άρτσι Κίνοκ στο κατόπι του, που σκοντάφτει στη θήκη του Fender του Ντιν, η οποία έχει γλιστρήσει στο πάτωμα. Ο Άρτσι Κίνοκ προσγειώνεται άτσαλα και κοπανάει το κεφάλι του στο τσιμεντένιο δάπεδο. Ο Ράτνερ φτάνει στα απότομα σκαλιά και τα ανεβαίνει δυο δυο, προσπερνώντας σαστισμέ­ νους θαμώνες του 2i. Ο Άρτσι Κίνοκ σηκώνεται όρθιος –η μύτη του μισοτσακισμένη– και ουρλιάζει προς τη σκάλα: « Θα σου σκίσω τη γαμη- μένη την καρδιά! Όπως έσκισες τη δική μου! ». Έπειτα ανεβαίνει τρικλίζοντας τα σκαλιά στο κατόπι του συμπαίκτη του και εξαφανίζεται κι αυτός. Όλοι κοιτούν όλους τους άλλους. «Τι στο καλό παίχτηκε τώρα;» ρωτά ο Κένι. Ο Ντιν διασκευάζει κι απομνημονεύει την απειλή του Άρτσι: Θα σου σκίσω-σκίσω-σκίσω την καρδιά, όπως έσκισες τη δική μου . Εμφανίζεται ο Λέβον Φράνκλαντ. «Αμάν, είδες τι έγινε;» «Δεν γινόταν να μην το δω. Λέβον, αποδώ ο Κένι, φίλος από τη σχολή. Ήμασταν στην ίδια μπάντα σε μια προηγούμενη ζωή».

RkJQdWJsaXNoZXIy MTY1MTE=