Uglies

νούριων Ωραίων. Οι πύργοι διασκέδασης είχαν φωταγωγηθεί ήδη και οι αναμμένοι δαυλοί σχημάτιζαν φωτεινά μονοπάτια στους κήπους αναψυχής. Στον ρόδινο ουρανό, που σκοτείνια- ζε σιγά σιγά, λικνίζονταν μερικά αερόστατα δεμένα με σκοι- νιά, που οι επιβάτες τους έριχναν πυροτεχνήματα ασφαλείας σε άλλα αερόστατα και περαστικά αλεξίπτωτα παρασέιλινγκ. Τα γέλια και η μουσική γλιστρούσαν πάνω στο νερό σαν πέ- τρες που τις πέταξαν με το σωστό φάλτσο κι έξυναν με τις σκληρές τους άκρες τα νεύρα της Τάλι. Τα περίχωρα της πόλης, που τα χώριζε από τη Συνοικία των Καινούριων Ωραίων η σκοτεινή οβάλ καμπύλη του ποτα- μού, ήταν βυθισμένα όλα στο σκοτάδι. Όλοι οι άσχημοι είχαν πέσει για ύπνο. Η Τάλι έβγαλε το διασυνδετικό δαχτυλίδι της και είπε: «Καληνύχτα». «Όνειρα γλυκά, Τάλι» απάντησε το δωμάτιο. Μασούλησε μια παστίλια-οδοντόπαστα, χτύπησε τα μαξι- λάρια της κι έβαλε κάτω από τα σκεπάσματα μια μικροσκο- πική φορητή θερμάστρα, που παρήγαγε την ίδια πάνω κάτω θερμότητα μ’ ένα κοιμισμένο άτομο στις διαστάσεις της Τάλι. Μετά πήδησε από το παράθυρο. Μόλις βρέθηκε έξω, στο σκοτάδι της νύχτας που είχε γίνει πια πίσσα, η Τάλι αμέσως ένιωσε καλύτερα. Ίσως να ήταν ανόητο το σχέδιό της, αλλά το προτιμούσε από άλλη μια άγρυ- πνη νύχτα αυτολύπησης. Στο σκιερό μονοπάτι της όχθης ήταν εύκολο να φανταστεί τον Πέρις να βαδίζει αθόρυβα πίσω της πνίγοντας τα γέλια του, έτοιμος να κατασκοπεύσει γι’ άλλη μια νύχτα τους καινούριους ωραίους. Μαζί της. Η Τάλι κι ο Πέρις είχαν βρει τον τρόπο να ξεγελάνε την επόπτρια της [ 8 ]

RkJQdWJsaXNoZXIy MTY1MTE=