Uglies

Κάποια στιγμή έφτασε εκεί που τελείωνε ο κήπος. Ο Πέρις έμενε λίγα τετράγωνα πιο πέρα. Η Τάλι κοίταξε τον δρόμο κρυμμένη πίσω από ένα παραπέ- τασμα κρεμαστών περικοκλάδων. Βρισκόταν πολύ πιο μακριά απ’ όσο είχε φτάσει με τον Πέρις και στο σημείο που τελείωνε το επεξεργασμένο σχέδιό της. Δεν υπήρχε τρόπος να κρυφτεί στους πολυσύχναστους κατάφωτους δρόμους. Ψηλάφισε το πρόσωπό της, την πλατιά μύτη και τα λεπτά χείλη, το υπερ- βολικά ψηλό μέτωπο και την μπερδεμένη μάζα των κατσαρών μαλλιών. Ένα βήμα έξω από τα χαμόκλαδα και θα την εντό- πιζαν. Ένιωθε το πρόσωπό της να καίει καθώς το χάιδευε το φως. Τι δουλειά είχε εδώ; Έπρεπε να είχε μείνει στο σκοτάδι της Συνοικίας των Άσχημων και να περιμένει τη σειρά της. Αλλά έπρεπε να δει τον Πέρις, έπρεπε να του μιλήσει. Δεν ήταν σίγουρη για ποιον ακριβώς λόγο, αλλά δεν άντεχε άλλο να κάνει χιλιάδες φανταστικές συζητήσεις μαζί του κάθε βράδυ πριν την πάρει ο ύπνος. Ήταν αχώριστοι από τότε που ήταν μι- κρούλια και τώρα… τίποτα. Αν μιλούσαν για λίγα λεπτά, ίσως το μυαλό της να έπαυε να κουβεντιάζει μ’ έναν φανταστικό Πέρις. Τρία λεπτά μπορεί να της αρκούσαν για τρεις μήνες. Η Τάλι έλεγξε δεξιά κι αριστερά τον δρόμο, ψάχνοντας για πλαϊνές αυλές να κινηθεί, σκοτεινές εισόδους να κρυφτεί. Ένιωθε σαν αναρριχητής βράχων μπροστά σ’ έναν κάθετο γκρεμό, που ψάχνει για ρωγμές και πατήματα. Η κίνηση έκοψε λιγάκι κι εκείνη περίμενε, τρίβοντας το σημάδι στη δεξιά παλάμη της. Τέλος, η Τάλι αναστέναξε, ψι- θύρισε «Καλύτεροι φίλοι για πάντα» κι έκανε ένα βήμα, βγαί- νοντας στο φως. Ξάφνου, ακούστηκε φοβερή φασαρία από κάπου στα δεξιά [ 13 ]

RkJQdWJsaXNoZXIy MTY1MTE=