Uglies

σ’ έναν κήπο αναψυχής και τρύπωσε στο σκοτάδι κάτω από μια δεντροστοιχία με κλαίουσες ιτιές. Υπό την κάλυψή τους, συνέχισε τον δρόμο της παράλληλα μ’ ένα μονοπάτι που το φώτιζαν μικρές τρεμάμενες φλόγες. Ένα ζευγαράκι ωραίων πέρασε προς την αντίθετη κατεύ- θυνση. Η Τάλι κοκάλωσε, αλλά κοιτάζονταν στα μάτια τόσο απορροφημένοι, που δεν την αντιλήφθηκαν έτσι καθώς ήταν κρυμμένη στις σκιές. Η Τάλι τους έβλεπε σιωπηλή να φεύ- γουν, νιώθοντας εκείνη τη ζεστασιά που της προκαλούσαν πάντα τα ωραία πρόσωπα. Ακόμα κι όταν εκείνη και ο Πέρις τούς κατασκόπευαν από τις σκιές, γελώντας πνιχτά με τις σα- χλαμάρες που έλεγαν κι έκαναν οι ωραίοι, δεν μπορούσαν να μη μαγνητιστούν από τα πρόσωπά τους. Τα μεγάλα τέλεια μάτια τους είχαν κάτι μαγικό, κάτι που σ’ έκανε να θέλεις να προσέξεις ό,τι έλεγαν, να τους προστατέψεις από κάθε κίνδυ- νο, να τους κάνεις ευτυχισμένους. Ήταν τόσο… τόσο ωραίοι. Όταν εξαφανίστηκε το ζευγαράκι στην επόμενη στροφή, η Τάλι κούνησε το κεφάλι της για να διώξει τις γλυκανάλατες σκέψεις. Δεν είχε έρθει εδώ για να χάσκει. Ήταν παρείσακτη, ήταν παραβάτης, ήταν άσχημη. Κι είχε μια αποστολή. Ο κήπος έμπαινε μέσα στην πόλη και ξεδιπλωνόταν σαν μαύρος ποταμός ανάμεσα στους φωτισμένους πύργους δια- σκέδασης και τα σπίτια. Η Τάλι προχώρησε λίγο ακόμα και ξάφνιασε ένα ζευγαράκι κρυμμένο ανάμεσα στα δέντρα (ας μην ξεχνάμε πως ήταν κήπος αναψυχής ), αλλά μες στο σκο- τάδι δεν είδαν το πρόσωπό της και της πέταξαν απλώς ένα πείραγμα καθώς μουρμούριζε «συγγνώμη» κι απομακρυνόταν βιαστικά. Ούτε αυτή τους είδε καλά – μόνο ένα σύμπλεγμα υπέροχων ποδιών και χεριών. [ 12 ]

RkJQdWJsaXNoZXIy MTY1MTE=