Τζακ

M A R I L Y N N E R O B I N S O N 20 ήταν στην πραγματικότητα – η πρώτη του σκέψη. Το να πε- ράσει μια νύχτα στο νεκροταφείο, καιρού επιτρέποντος, δεν ήταν έγκλημα, δεν ήταν κάτι που θα μπορούσε να θεωρηθεί ότι τον καθόριζε. Ήταν παράνομο, αλλά δεν έβλαπτε κανέ- ναν. Γενικά μιλώντας. Μερικές φορές νοίκιαζε το δωμάτιό του στην πανσιόν σε κάποιον άλλον για λίγες μέρες, αν είχε ζόρια με τα χρήματα. Είπε, «Θα σας φροντίσω, αν θέλετε. Θα σας προσέχω, εννοώ. Ώσπου ν’ ανοίξουν τις πύλες». Θα την πρόσεχε, φυ- σικά, ό,τι κι αν του απαντούσε. Θα φαινόταν σαν να την πα- ραμόνευε, αν δεν της ζητούσε την άδεια. Γιατί εκείνη θα απομακρυνόταν κι αυτός θα την ακολουθούσε, κι εκείνη θα καταλάβαινε ότι την ακολουθούσε και θα προσπαθούσε να του ξεφύγει, ή θα κρυβόταν ανάμεσα στις ταφόπλακες, ή θα σταματούσε και θα τον ικέτευε, ίσως και να του πρόσφερε το πορτοφόλι της. Ταπεινωτικό, όπως και να ’χει. Καταστροφικό, αν τύχαινε να περνάει κανένας μπάτσος. «Ήταν πολύ ανόητο από πλευράς μου να μη σκεφτώ ότι θα κλείδωναν τις πύλες. Πολύ ανόητο». Κάθισε σ’ ένα παγκά- κι κάτω από το φως του φανοστάτη με την πλάτη της γυρι- σμένη προς το μέρος του, πράγμα που του φάνηκε σαν ένδει- ξη εμπιστοσύνης. «Θα ήμουν ευγνώμων για την παρέα, κύριε Μπάουτον» του είπε σιγανά. Αυτό ήταν αρκετά ικανοποιητικό. «Ευχαρίστως· στη διά- θεσή σας». Κατηφόρισε μερικά βήματα στον λόφο, κρατώντας απόσταση από εκείνη, φροντίζοντας να βρίσκεται στο οπτικό της πεδίο αν τυχόν στρεφόταν να τον κοιτάξει, και κάθισε σ’ ένα μνήμα. «Κανονικά δεν έρχομαι εδώ» της είπε. «Και μά- λιστα τέτοια ώρα».

RkJQdWJsaXNoZXIy MTY1MTE=