Τυφλά ψάρια (Σκοτεινά νερά)

Τ Υ Φ Λ Α Ψ Α Ρ Ι Α 19 Αισθάνθηκε την αλλαγή θερμοκρασίας. Τη θέρμη που ανα­ δίδει ένας άνθρωπος στο κρύο. Γύρισε πίσω το κεφάλι του. Τον είδε. Ο άνδρας με τον κίτρινο αναπτήρα υποχώρησε και με ένα σάλτο χάθηκε από τα μάτια του. Δεν έπρεπε να του ξεφύγει. Μια έκρηξη αδρεναλίνης έκανε την καρδιά του Κόρσο να χτυπά ανεξέλεγκτα. Ανέβασε το πα­ ντελόνι του. Άρχισε να ποδοπατά τις πέτρες έξω από το ξύλινο κουτί. Ένα σφίξιμο στο γόνατο. Αγνόησε τον πόνο. Τον είδε να χάνεται πίσω από τους κορμούς. Επιτάχυνε. Έπρεπε να τον πιάσει. Ο άνδρας με τον κίτρινο αναπτήρα προπορευόταν. Δεν θα τον άφηνε να ξεφύγει. Όχι. Δεν θα χάλαγε ό,τι είχε χτίσει για ένα βλέμμα. Για μια προδοσία. Έσφιξε τα δόντια. Πλησίαζε. Άκουσε τις πέτρες να κατρακυλάνε κάτω από τις σόλες του θηράματος. Είδε τη σκιά να πηδά τους βράχους. Πλησίαζε. Ο σκύλος θα τον γράπωνε. Κινήθηκε διαγώνια για να μικρύνει την απόσταση. Ήταν κοντά του. Μπορούσε να μυ­ ρίσει τον φόβο του. Τ α δόντια του σκύλου θα καρφώνονταν στη σάρκα του. Άκουσε την ανάσα του. Τα σαγόνια του σκύ- λου θα έκλειναν. Δυο σάλτα ακόμα. Τον έφτασε. Τον έσπρωξε. Η κλίση του εδάφους έκανε τα υπόλοιπα. Ο άνδρας με τον κί­ τρινο αναπτήρα βρέθηκε να κατρακυλά πάνω στα χαλίκια πριν η πορεία του τερματιστεί με έναν δυνατό γδούπο στη βάση ενός πέτρινου τοιχίου. Ο Κόρσο έφτασε από πάνω του. Το μέτωπο του θηράματος αιμορραγούσε. Το δεξί του πόδι είχε διπλώσει σε μια ανατρι­ χιαστική θέση, που έδειχνε πως η κνήμη είχε θρυμματιστεί. Ο σκύλος έδειξε τα δόντια του. Ο Κόρσο έσκυψε δίπλα του, σήκωσε την πρώτη πέτρα που ακούμπησαν τα δάχτυλά του. «Σε παρακαλώ» έκανε να ψελλίσει ο άνδρας, πριν μια κραυ­ γή φόβου σπάσει τη σιωπή της νύχτας. Ο Κόρσο σήκωσε το χέρι του. Η άκρη της πέτρας λούστηκε στο λευκό φως της σελήνης. Καθαρό. Αμόλυντο κομμάτι γης. Όπλο στα χέρια του. Τη δεύτερη φορά που φωτίστηκε, κόκκινο

RkJQdWJsaXNoZXIy MTY1MTE=