Τυφλά ψάρια (Σκοτεινά νερά)

Δ Η Μ Η Τ Ρ Η Σ Σ Ι Μ Ο Σ 18 Ο κίτρινος αναπτήρας του άνδρα έβγαλε μια ασθενική φλόγα. Το τσιγάρο έμεινε μετέωρο στα χείλη του. Αμφιταλαντεύτηκε μεταξύ αλήθειας και παραισθήσεων. Ήταν σίγουρος πως είχε ακούσει ήχο από πέτρες να κατρακυλούν στον λόφο πίσω του. Το « πράγμα» ήταν πολύ δυνατό, όμως εδώ και λίγα λεπτά είχε αρχίσει να συνέρχεται. Το τρέμουλο τον είχε εγκαταλείψει. Έχωσε τον κίτρινο αναπτήρα στην τσέπη και σηκώθηκε όρθιος. «Αποδώ» επανέλαβε η Διώνη, οδηγώντας τον Κόρσο όλο και πιο βαθιά στο δάσος. Το φως του ολόγιομου φεγγαριού απο­ κάλυψε τους ξύλινους σκελετούς τριών σπιτιών δίχως στέγη. Τα πρώτα από τα πολλά που θα ακολουθούσαν σ’ αυτό το μέρος. Η Διώνη πέρασε ανάμεσα από δύο δοκούς που προορίζονταν για πόρτα και τον τράβηξε μαζί της. Το κορμί του μούδιασε. «Είσαι μεθυσμένη» προσπάθησε να πει ο Κόρσο. «Είμαι» παραδέχτηκε εκείνη και η γλώσσα της άγγιξε τα χείλη του. Η απουσία οροφής πάνω από τα στυλώματα των ξύλινων τοίχων έλουζε τα κορμιά τους με λευκό φως. Το χέρι της τρύ­ πωσε στα μαλλιά του. Λαγνεία. Ο Κόρσο υποχώρησε. Αφέθηκε στη γλώσσα της. Τα επόμενα λεπτά φάνηκαν ονειρικά. Δυο παντελόνια που σταμάτησαν στις μπότες τους. Όρθιοι, σε μια πλευρά ενός νοτισμένου ξύλινου τοίχου, να αφήνονται στις ορέ­ ξεις των κορμιών τους. Ο Κόρσο ένιωσε τη θέρμη της πλάτης της στο στέρνο του. Μπήκε μέσα της αργά. Το στόμα του στον λαιμό της. Η ηδονή τούς παρέσυρε σε βρυχηθμούς άγριων ζώων την εποχή του ζευγαρώματος. Η Διώνη έφτανε με κάθε διείσ­ δυση όλο και πιο κοντά στον οργασμό. Εκείνος της έκλεισε το στόμα. Ερεθίστηκε ακόμα περισσότερο. Ξαφνικά τον ένιωσε να σταματά. «Τι έγινε;» «Πάψε».

RkJQdWJsaXNoZXIy MTY1MTE=