Τυφλά ψάρια (Σκοτεινά νερά)

Τ Υ Φ Λ Α Ψ Α Ρ Ι Α 17 Διακόσια μέτρα από εκεί που στέκονταν, μια καύτρα τσιγάρου έκαιγε μέσα στο δάσος. Δεν έπρεπε ν’ ανεβάσει τη δόση. Αυτό το πράγμα που είχε χώσει στο αίμα του πριν από μισή ώρα ήταν πολύ δυνατό. Τον είχε χαλάσει. Τα πόδια του έτρεμαν και στην κατάσταση που ήταν δεν θα ρίσκαρε να μπει στην εκκλησία. Δεν έπρεπε να τον δουν. Δεν έπρεπε να προκαλέσει σχόλια. Οι τε­ λευταίες τζούρες νικοτίνης κύλησαν αργά μέσα στο αίμα του. Ένιωσε να ηρεμεί. Έβγαλε τον κίτρινο αναπτήρα από το μπου­ φάν και ετοιμάστηκε για ένα ακόμα τσιγάρο πριν καλά καλά τελειώσει το προηγούμενο. Ο άνεμος που ούρλιαζε πριν από λίγα λεπτά είχε αρχίσει να κοπάζει. Η Διώνη στάθηκε πρώτη στον λόφο. Εκείνη ήταν που επέμεινε να απομακρυνθούν από το προαύλιο της εκκλησίας. Και εκείνος ήξερε πως δεν είχε άλλη επιλογή από το να την υπακούσει. Οι φωνές της δεν θ’ αργούσαν να κινήσουν υποψίες. «Αποδώ» επέμεινε η Διώνη σαν τον είδε να σέρνει το βήμα του. Και ο Κόρσο υπάκουσε σαν σκύλος. Αυτό σήμαινε στα ιταλικά το παρατσούκλι του – Κάνε Κόρ- σο: σκύλος προστάτης. Και ο άνδρας με τον σκούφο δεν ήταν τίποτα λιγότερο από αυτό. Ένας προστάτης. Ένας κόχορς, σύμφωνα με την ετυμολογία της λατινικής λέξης που γέννησε τη λέξη κόρσο. Ο δικός της προστάτης. «Πού πάμε μέσα στα σκοτάδια;» Η Διώνη έσφιξε το χέρι του τραβώντας τον προς το μέρος της. Η επόμενη ανηφόρα οδηγούσε σε ένα ξέφωτο πριν το δάσος. Ένα χέρσο κομμάτι γης, προτού ξεκινήσουν οι αρίες και οι κέδροι πάνω από τον Ευβοϊκό κόλπο. Ο Κόρσο κοίταξε πρώτα τον ουρανό και ύστερα γύρω του, προσπαθώντας να προσανατολι­ στεί. Ένας απροσδιόριστης μορφής όγκος από χοντρούς κορμούς δέντρων απλωνόταν μπροστά του. * * *

RkJQdWJsaXNoZXIy MTY1MTE=