Τυφλά ψάρια (Σκοτεινά νερά)
Δ Η Μ Η Τ Ρ Η Σ Σ Ι Μ Ο Σ 16 «Ευλογητός ο Θεός ημών, πάντοτε, νυν και αεί και εις τους αιώνας των αιώνων. Αμήν». Η δοξολογία μόλις ξεκινούσε. Η γιορτή θα ολοκληρωνόταν αύριο με τον μεγάλο αγιασμό των υδάτων στη θάλασσα του Ευβοϊκού, τιμώντας τη βάπτιση του Ιησού Χριστού και τη φα νέρωση της Αγίας και Ομοουσίου και Αδιαιρέτου Τριάδος. Η δοξολογία συνεχιζόταν καθώς οι πιστοί έπαιρναν ξανά τις θέσεις τους στα στασίδια. Η καρδιά του είχε αρχίσει να βρίσκει σταδιακά τους φυσιολογικούς της παλμούς. Τα είχε καταφέρει. Ήταν πια ο πρώτος κληρικός στο νέο εκκλησάκι της κοινότητας των εργατών. Ο πρώτος που τους είδε να φεύγουν μαζί. Μερικά δευτερόλεπτα πριν, ένα ρεύμα αέρα εισέβαλε από το μικρό άνοιγμα της πόρτας, πέρασε πάνω από τα κεφάλια των πιστών και μαστίγωσε το μέτωπό του. Οι φλόγες των κεριών στα μανουάλια τρεμόπαιξαν. Ο ιερέας παρατήρησε τις δύο ανθρώπινες φιγούρες που εγκατέλειπαν τη δοξολογία πριν από τη λήξη της. Η Διώνη και ο Κόρσο γλίστρησαν αθόρυβα προς τα έξω, περ πατώντας στο φρεσκοστρωμένο με καρυστινό μάρμαρο προαύ λιο της εκκλησίας. Είχε νυχτώσει. Η πυκνή ομίχλη δημιουργού σε μια ψευδαίσθηση καπνού που έφτανε μέχρι τον σταυρό της στέγης. «Ικανοποιημένος;» «Ήρθε πολύ κόσμος» της απάντησε ο άνδρας ψιθυριστά, με μια δόση συγκρατημένης ικανοποίησης. Τα μάτια της ανέβηκαν στο πρόσωπό του. Τα φρύδια της σχημάτισαν δυο τόξα που του χαμογελούσαν. Ο άνδρας είχε μάθει να αναγνωρίζει αυτό το βλέμμα. * * *
Made with FlippingBook
RkJQdWJsaXNoZXIy MTY1MTE=