Τυφλά ψάρια (Σκοτεινά νερά)

Δ Η Μ Η Τ Ρ Η Σ Σ Ι Μ Ο Σ 30 λοιπους που ξύνονταν στη μέση του παρκινγκ δεν τα κατά- φερε. Ο Βαμβακάς δεν ήταν ιδιαίτερα οργανωτικός. Σχεδόν δύο μέτρα ύψος και εκατό κιλά μύες ήταν όμως αρκετά για να σε σέβονται οι συνάδελφοι. «Γεώργιος Μανίκης. Μένει στη γωνία της Παπαθανασίου. Κάθε πρωί σηκώνεται στις έξι για να πάει βόλτα τον σκύλο του. Δουλεύει στην Εθνική Τράπεζα που είναι πάνω στη Χαϊνά. Παντρεμένος με…» Έπαψα να τον ακούω. Μια νεκρή κοπέλα στα βράχια. Το κορμί της άψυχο. Τράβηξα την άκρη από το μανίκι του παλτού μου μέχρι τα δάχτυλα. Γύρισα το κεφάλι της προς το μέρος μου. Ήταν όμορφη. Άβαφτη. Το μόνο χρώμα στο πρόσωπό της ήταν δύο μπλε μάτια. Σκέφτηκα να τη γυρίσω ανάποδα να ελέγξω τα τραύματα. Δίστασα. Σκέφτηκα τον πόνο ενός κορμιού που κυλιέται πάνω στα βράχια. Κοίταξα προς τη θάλασσα. Ο φάρος έστεκε σβηστός στο βάθος του ακρωτηρίου της Κακής Κεφαλής. Αν τη σκότωσαν εδώ, αυτό θα ήταν το τελευταίο φως που είδε στη ζωή της. Σχεδόν έναν μήνα πριν Ημερολόγιο θύματος Αυτό το φως από τον κωλοφάρο με τύφλωνε. Δεν μπορού- σα να το απολαύσω όπως ήθελα. Στριμώχτηκα από κάτω του λύνοντας μόνη μου το σουτιέν. Του άρεσε να μου πιπιλά τις ρώγες. Ήξερα πως θα ορμήσει. Σε λίγα δευτε- ρόλεπτα ήμουν στο πίσω κάθισμα κι αυτός μέσα μου. Ήταν σκληρός, δυνατός. Μου αρέσει. Το κάνει καλά. Με καυ- λώνει. Ναι. Και τώρα που τα γράφω σ’ αυτό το χαζοημε- ρολόγιο, με καυλώνει ακόμα περισσότερο. Γιατί τα γράφω;

RkJQdWJsaXNoZXIy MTY1MTE=