Τυφλά ψάρια (Σκοτεινά νερά)

Τ Υ Φ Λ Α Ψ Α Ρ Ι Α 29 «Τι τους ταΐζετε στο Σώμα και κάνουν τέτοια μπράτσα;» ρώτησε σε μια προσπάθεια να κρύψει την αμηχανία του. Δεν του χαρίστηκα. «Γιατρέ, κοίτα να μη μάθει τίποτα η εφημερίδα, και σε αντάλλαγμα θα βάλω τον Βαμβακά να σου δώσει αναλυτικό διατροφολόγιο». Του την είχα φυλαγμένη του Λεμένου από τότε που μας κάρφωσε σε προηγούμενη υπόθεση στην ανιψιά του, δημοσιο­ γράφο της τοπικής εφημερίδας. Ο ιατροδικαστής με αγνόησε επιδεικτικά, χτυπώντας μια φορά την πλάτη του Βαμβακά. «Γεια σου Βαμβακά θηρίο» φώναξε καθώς έφευγε, με το καραφλό κρανίο του να φέρνει σε ξεχασμένο λάχανο στο ψυγείο. «Από τι ώρα είναι εδώ ο Λεμένος;» ρώτησα τον Βαμβακά. «Πριν μισή ώρα ήρθε». «Εσείς τι ώρα μάθατε για τον φόνο;» συνέχισα να ρωτώ, σκύβοντας ξανά προσεκτικά πάνω από το πτώμα. Η θάλασσα μπροστά από τα βράχια ήταν ήρεμη. Ο ουρανός δεν έλεγε να χάσει το παγωμένο του χρώμα. «Από τις επτά το πρωί. Προσπάθησα να σας πάρω». «Είχε ψοφήσει η μπαταρία» δικαιολογήθηκα, προσπαθώντας να δω το πρόσωπο του θύματος. Τα μαλλιά της ήταν βρεγμένα, το πουλόβερ μουσκεμένο. Από τα σημάδια στο πάρκινγκ ήξερα πως δεν την ξέβρασε η θάλασσα. Ήταν όμως μούσκεμα. Το κύμα πρέπει να την έλουζε όλη νύχτα. Ο Βαμβακάς σχολίασε σαν να άκουσε τη σκέψη μου. «Την έσυραν στο πάρκινγκ και την πέταξαν στα βράχια. Βρήκαμε συνεχόμενα ίχνη αίματος». «Ποιος σας ειδοποίησε;» «Ένας άνδρας. Είχε πάει βόλτα τον σκύλο του». «Του πήρατε κατάθεση;» «Εγώ ο ίδιος». Κατάθεση μπορούσε να πάρει. Να οργανώσει τους υπό-

RkJQdWJsaXNoZXIy MTY1MTE=