Τυφλά ψάρια (Σκοτεινά νερά)
Τ Υ Φ Λ Α Ψ Α Ρ Ι Α 27 «Τι κάθεστε όλοι μες στη μέση; Θα έπρεπε να είστε εκεί». Τους έδειξα τον δρόμο και κ οίταξα τον νεαρό με την ασιδέ ρωτη στολή. Η μόνη του ελπίδα να βρει γκόμενα ήταν η στολή, κι αυτός τη φορούσε σ’ αυτή την κατάσταση. «Εσένα πώς σε λένε;» «Εμένα, αστυνόμε;» Δεν του απάντησα, τον άφησα να βεβαιωθεί μόνος του. «Κώστας Μπόγρης, αστυνόμε». «Μπόγρη, υπεύθυνος. Μη δω άσχετο και δημοσιογράφο να πλησιάζει». Την ίδια στιγμή που άρχισα να εξοργίζομαι με τον Βαμβακά που είχε τους πιτσιρίκους και κωλοβάραγαν, άκουσα τη φωνή της Μαρκένα. «Καλή σας μέρα, αστυνόμε». Καλημέρες για μια μέρα που δεν ήταν καλή. Γύρισα να την κοιτάξω. Έμοιαζε να είναι ξύπνια εδώ και ώρες. Καστανό μαλλί σε σφιχτό κότσο. Μαύρο δερμάτινο μπου φάν με χρυσό φερμουάρ και κόκκινο κασκόλ στον λαιμό. Προ σπάθησα να θυμηθώ αν καβαλούσε μηχανή. «Γρήγορα ήρθατε». Σκέφτηκα να της πω πού με πέτυχε το τηλεφώνημα του Βαμβακά, αλλά ήμουν σίγουρος πως δεν θα ήξερε το τυροπι τάδικο του κυρ Στέλιου. Από το Different Coffee θα έπινε καφέ κι εκείνη. Αρκέστηκα σε ένα γενικό «Ήμουν στη γειτονιά» και έχωσα τα χέρια στις τσέπες του παλτού μου. «Πού βρίσκεται το πτώμα;» ρώτησα, ενώ το βλέμμα μου ανέβηκε προς τα γκρίζα σύννεφα. Μια παγωμένη καταχνιά σκέπαζε την πόλη καθώς η Μαρ κένα με οδηγούσε στη θάλασσα. Η ανθυπαστυνόμος βημάτιζε με αυτοπεποίθηση. Δυναμική, σίγουρη, οι ώμοι ψηλά. Μπορού σα να διακρίνω πάνω από το κεφάλι της τα ήρεμα νερά του Ευβοϊκού. Νηνεμία.
Made with FlippingBook
RkJQdWJsaXNoZXIy MTY1MTE=