Τυφλά ψάρια (Σκοτεινά νερά)

Τ Υ Φ Λ Α Ψ Α Ρ Ι Α 25 καλύτερη τυρόπιτα στην πόλη. Με ένα παραπάνω ευρώ, σου χτύπαγε και φραπέ, νεροζούμι σκέτο, ωστόσο δεν τον άλλαζα τον κυρ Στέλιο, όχι για την τυρόπιτα, αλλά για την ειλικρίνειά του. Όποια καινούργια φάτσα ζητούσε καφέ, λάμβανε και την ανάλογη προειδοποίηση: «Τυρόπιτες ψήνω, αδελφέ, μην περι­ μένεις και πολλά από τον καφέ». Χαμηλές προσδοκίες, κι έτσι στην πρώτη τζούρα ξεγελιόσουν. Το τυροπιτάδικο δεν ήταν πάνω από είκοσι τετραγωνικά. Ταμείο, ένας φούρνος που ίσα ίσα χωρούσαν δυο λαμαρίνες, μπρίκι και φραπιέρα. Άνοιξα την τζαμένια πόρτα και τον αντί­ κρισα γερμένο προς τον φούρνο με λευκή ποδιά και καρπούς αλευρωμένους. Έφτυσε μια καλημέρα μέσα από τα δόντια του και χωρίς ερωτήσεις χτύπησε έναν φραπέ γλυκό, έβαλε την τυρόπιτα στη σακούλα και με μια δεύτερη αγέλαστη καλημέρα πήρε το δίευρο. Δεν είχα προλάβει να κλείσω την πόρτα του αμαξιού, όταν άκουσα το κινητό μου να χτυπά. Μέχρι να βολέψω σακούλα, κλειδιά και πλαστικό ποτήρι, είχε σταματήσει. Το όνομα Βαμ­ βακάς εμφανίστηκε στην οθόνη. Κατέβασα το παράθυρο, ρού­ φηξα την πρώτη τζούρα φραπέ, άναψα ένα πουράκι και πρό­ σφερα στον εαυτό μου λίγα δευτερόλεπτα απόλαυσης, μυρίζο­ ντας τον καπνό βανίλιας που γεννιόταν από την καύτρα του. Μια μικρή δόση ευτυχίας πριν ακούσω τα νέα της υπηρεσίας. Το νεροζούμι του κυρ Στέλιου, πέρα από το στομάχι μου, σκό­ τωνε και τον πονοκέφαλο. Άλλες δυο γουλιές –χαριστική βολή στον πόνο– και τον κάλεσα πίσω. Το σήκωσε στο πρώτο χτύ­ πημα. Δεν ήταν στο γραφείο. Ένιωσα την αναστάτωση γύρω του. Ήμουν σίγουρος πως άκουσα τη φωνή της ανθυπαστυνόμου Μαρκένα να φωνάζει: «Πού είναι ο Καπετάνος;». «Τι έγινε;» ρώτησα. «Στον Φάρο. Στο πάρκινγκ της Παπαθανασίου. Βρήκαμε μια γυναίκα νεκρή πάνω στα βράχια». Ωραία ξεκίνησε η εβδομάδα.

RkJQdWJsaXNoZXIy MTY1MTE=