Τυφλά ψάρια (Σκοτεινά νερά)

Δ Η Μ Η Τ Ρ Η Σ Σ Ι Μ Ο Σ 22 Το βλέμμα μου έμεινε πάνω στα δύο μπουκάλια κρασιού. Η ετικέτα έγραφε κάτι γαλλικά που δεν καταλάβαινα. Ξεχώρισα μόνο τη λέξη Μπορντό. Πρόσεξα την πιατέλα με τα τυριά σχε­ δόν ανέγγιχτη. Εγώ είχα δοκιμάσει δύο κομμάτια. Η Ελένη δεν θα έκανε την τιμή σε μια απλή γραβιέρα Νάξου. Φόρεσα το παντελόνι μου και στάθηκα μπροστά στην μπαλ­ κονόπορτα. Μια άτονη λευκή συννεφιά είχε καλύψει την πόλη. Ο γνώριμος χειμώνας της Χαλκίδας. Ψυχρός και άχρωμος, ακρι­ βώς σαν τον πίνακα με το ασυνάρτητο θέμα που κρεμόταν στον τοίχο πάνω από τον καναπέ. Μια χιονισμένη πλαγιά που πάνω της κυλούσαν περιγράμματα από διάφορα μεγέθη γραβάτας. Έργο τέχνης για εκείνη. Εντελώς ακατανόητο για μένα. Ο ήχος της καφετιέρας έπαψε. Έκανα να γυρίσω στην κου­ ζίνα όταν άκουσα την πόρτα της κρεβατοκάμαρας. Ο πονοκέ­ φαλος δυνάμωσε. Τα βλέμματά μας συναντήθηκαν στο χολ. «Καλημέρα, Χρήστο. Καλημέρα» επανέλαβε βιαστικά και μάζεψε τα μαλλιά της σε ένα σφιχτό κότσο. Με προσπέρασε, αρπάζοντας μπλούζα και σουτιέν από τον καναπέ. «Πάρε τα μπουκάλια από τα τραπέζι πριν ξυπνήσει το παι­ δί» είπε χωρίς να γυρίσει να με κοιτάξει. «Θα το έκανα, δεν χρειαζόταν να μου το πεις». Αλήθεια θα τη βοηθούσα, απλώς πρώτα είχα στο μυαλό μου να δοκιμάσω μια τζούρα καφέ Μαδαγασκάρης. Η Ελένη συνέχισε προς την πόρτα της αποθήκης κι εγώ μά­ ζεψα παραμάσχαλα μπουκάλια και τυριά και πήγα στην κου­ ζίνα. Τα άφησα στον νεροχύτη και έριξα καφέ στην κούπα μου. Στην πρώτη γουλιά εμφανίστηκε μπροστά μου. «Το πουκάμισό σου» είπε κουνώντας το ρούχο μπροστά στα μούτρα μου. «Δεν σου αρέσει το φανελάκι που φοράω;» «Άσε τα παιχνίδια. Θα ξυπνήσει η μικρή». Άφησα τα παιχνίδια και την κούπα με δύναμη πάνω στον πάγκο. Μέσα σε μια νύχτα, η Ελένη είχε μετατραπεί από σέξι

RkJQdWJsaXNoZXIy MTY1MTE=