Τσάι στη Σαχάρα
17 ii Στην ταράτσα του καφέ Εκμούλ-Νουαζό κάθονταν μερικοί Άραβες και έπιναν μεταλλικό νερό ∙ μονάχα τα φέσια τους, σε διάφορες αποχρώσεις του κόκκινου, τους διαχώριζαν απ’ τους υπόλοιπους στο λιμάνι. Τα ευρωπαϊκά τους ρού χα ήταν ξεφτισμένα και γκρίζα ∙ θα ήταν δύσκολο να δια κρίνει κανείς το αρχικό κόψιμο κάθε ενδύματος. Τα μισό γυμνα λουστράκια κάθονταν ανακούρκουδα στα κασελάκια τους κοιτάζοντας το πεζοδρόμιο, δίχως δύναμη ούτε να διώξουν τις μύγες που συνωστίζονταν στα πρόσωπά τους. Μέσα στο καφέ ο αέρας ήταν πιο δροσερός αλλά ασάλευτος, και μύριζε ξινισμένο κρασί και κάτουρο. Στο τραπέζι στην πιο σκοτεινή γωνία κάθονταν τρεις Αμερικανοί ∙ δύο νεαροί και μια κοπέλα. Συζητούσαν χα μηλόφωνα και με τον τρόπο των ανθρώπων που έχουν όλο τον χρόνο μπροστά τους. Ο ένας από τους άντρες, ο αδύ νατος με την ελαφρώς ειρωνική, αλαφιασμένη έκφραση, δίπλωνε κάτι μεγάλους, πολύχρωμους χάρτες, τους οποίους λίγο νωρίτερα είχε απλώσει στο τραπέζι. Η γυναίκα του παρακολουθούσε τις σχολαστικές του κινήσεις με ένα ανά μεικτο συναίσθημα αγανάκτησης και ευχαρίστησης ∙ οι χάρτες την έκαναν να πλήττει, κι εκείνος δεν παρέλειπε
Made with FlippingBook
RkJQdWJsaXNoZXIy MTY1MTE=