Τσάι στη Σαχάρα
Τ Σ Α Ϊ Σ Τ Η Σ Α Χ Α Ρ Α 21 «Ποιο όλο αυτό;» ρώτησε θιγμένος. «Αν εννοείς το άχρω μο τούτο χάλι που αυτοαποκαλείται πόλη, τότε ναι. Αλλά και πάλι προτιμώ να είμαι εδώ, παρά πίσω στις Ηνωμένες Πολιτείες». Έσπευσε να συμφωνήσει. «Ω, μα φυσικά. Δεν εννοού σα όμως ετούτο το μέρος, ούτε κάποιο άλλο συγκεκριμένα. Εννοούσα όλο αυτό το φριχτό πράγμα που γίνεται μετά από κάθε πόλεμο, παντού». «Έλα, Κιτ» είπε ο άλλος άντρας. «Δεν θυμάσαι και κα νέναν άλλο πόλεμο». Δεν του έδωσε σημασία. «Οι άνθρωποι σε κάθε χώρα γίνονται όλο και πιο όμοιοι μεταξύ τους. Δεν έχουν χαρα κτήρα, ομορφιά, ούτε ιδανικά ή κουλτούρα – δεν έχουν τίποτα, τίποτα». Ο άντρας της της χάιδεψε το χέρι. «Έχεις δίκιο. Έχεις δίκιο» είπε χαμογελώντας. «Όλα γίνονται γκρίζα και θα γίνουν ακόμα περισσότερο. Κάποια μέρη ωστόσο αντιστέ κονται σε τούτη την πάθηση περισσότερο απ’ όσο νομίζου με. Θα το δεις, εδώ στη Σαχάρα…» Απέναντι απ’ τον δρόμο ένα ραδιόφωνο έστελνε παντού τις υστερικές κραυγές μιας σοπράνο κολορατούρα. Η Κιτ ρίγησε. «Ας βιαστούμε λοιπόν να πάμε εκεί» είπε. « Ίσως να καταφέρουμε να γλιτώσουμε από αυτό». Άκουγαν συνεπαρμένοι την άρια, η οποία, πλησιάζο ντας στο τέλος της, έκανε τις αναγκαίες προετοιμασίες για την αναπόφευκτη υψηλή νότα. Τότε η Κιτ είπε: «Τώρα που τελείωσε, θα ήθελα ένα ακόμα μπουκάλι Oulmès».
Made with FlippingBook
RkJQdWJsaXNoZXIy MTY1MTE=