Τριλογία της Κούβας

1 Ο Φαμπιάν άρχισε να ακούει τη μουσική του πιάνου ενώ ήταν ακό­ μη ένα έμβρυο που έπλεε μέσα στην κοιλιά της μητέρας του. Μέρα τη μέρα. Δεν το έμαθε ποτέ, αλλά εκείνα τα τόσο απλά παιδικά τραγούδια έμειναν χαραγμένα στο υποσυνείδητό του για το υπόλοιπο της ζωής του. Έπειτα, όταν γεννήθηκε, η Λουθία τον κρατούσε τυλιγμένο στις φασκιές του με το αριστερό χέρι. Και με το δεξί συνέχιζε να κάνει εξάσκηση πάνω στα πλήκτρα. Δεν ήταν πιανίστρια. Κοπανούσε το πιάνο. Είχε μελετήσει δυο χρόνια και σε πολύ νεαρή ακόμα ηλικία κατάφερε να βρει δουλειά ως πιανίστρια σε ένα νηπιαγωγείο κοντά στο σπίτι. Ήταν πολύ απλό. Μερικά βασικά ακόρντα, για να συνοδεύει τα παιδιά στα κλασικά τους τραγουδάκια: «Τα κοτόπουλα στην κατσαρό­ λα μου», «Το ρύζι θέλει να παντρευτεί το γάλα», «Στο αυτοκίνητο του μπαμπά», «Η αυλή του σπιτιού μου», «Άγια νύχτα» κι άλλα παρόμοια. Ήταν μια δουλειά χαρούμενη, ήρεμη, επαναλαμβανόμενη, και μπορεί ο μισθός να ήταν άθλιος, αλλά διόλου δεν την ένοιαζε. Σ’ ετούτη τη ζωή δεν προοριζόταν να ζήσει μεγάλες περιπέτειες. Το σημαντικό ήταν να μην είναι συνέχεια στο σπίτι, να μην πλήττει. Η Λουθία είχε γεννηθεί στηΜαδρίτη. Τα πρώτα δεκαεννέα χρόνια της ζωής της τα έζησε με τους γονείς της, σε μια κοράλα, το χαρα­ κτηριστικό αυτό συγκρότημα λαϊκών κατοικιών της Μαδρίτης, χτι­ σμένων γύρω από μια εσωτερική αυλή. Ήταν μια κοινή κοράλα, αλλά η μητέρα απέφευγε εκείνη την τόσο άσχημη λέξη που θύμιζε το κοράλ, δηλαδή σαν να λέμε μαντρί, και έλεγε πάντα «ένα εσωτε­ ρικό διαμερισματάκι» και γλύκαινε τη φωνή της για ν’ ακούγεται καλύτερο. Δύο μικροσκοπικά δωμάτια ήταν όλο κι όλο. Ένα διαμέ­ ρισμα μικρό, σκοτεινό, κλειστοφοβικό και με κακό εξαερισμό. Στο

RkJQdWJsaXNoZXIy MTY1MTE=