Τριλογία της Κούβας

P E D RO J UAN GU T I É R R E Z 50 «Είσαι κατάχλωμος. Κλείσε τουλάχιστον το στόμα σου και ξεκου­ ράσου. Ο γιατρός Μανσάνο έφυγε από τη χώρα εδώ και μήνες. Θα πρέπει να πάμε στην πολυκλινική». «Δεν πρόκειται να πάω σε καμιά βρομοκλινική. Άσε με να κοιμηθώ να δούμε αν θα περάσει αυτό το πράγμα». Αποκοιμήθηκε. Ονειρεύτηκε ότι πνιγόταν σε μαύρα και πολύ πα­ γωμένα νερά. Βυθιζόταν, τρέμοντας από το κρύο, χωρίς αέρα. Χειρο­ νομούσε έντονα, προσπαθώντας να κολυμπήσει ως την επιφάνεια. Δεν είχε μπει ποτέ του στη θάλασσα. Δεν είχαν πάει ποτέ σε κάποια παραλία. Δεν είχε απολαύσει ποτέ διακοπές. Αλλά τώρα κολυμπούσε έντονα σε νερά βρόμικα, μαύρα και κόντευε να ξεμείνει από αέρα. Ξύπνησε τρομαγμένος. Αλλά ένιωθε καλά. Ήταν δώδεκα τα μεσάνυ­ χτα. Δεν μπόρεσε να κοιμηθεί άλλο. Το μόνο που σκεφτόταν ήταν να αλλάξει τα διακόσια ψωροπέσο που του επέτρεπαν. Θα κατέθετε άλλες δέκα χιλιάδες στην τράπεζα. Και θα έχανε όλα τα υπόλοιπα. Μια δια­ βρωτική οργή τον κυρίευσε από το στήθος του και προς τα πάνω. Και το ένιωσε. Μια πύρινη φλόγα που έτρωγε τον εγκέφαλό του και έναν έντονο πονοκέφαλο. Έβγαλε μια κραυγή. Και έχασε τις αισθήσεις του. Η Λουθία ξύπνησε δίπλα του τρομαγμένη και είδε ξαφνικά όλο του το σώμα να χλωμιάζει και να κιτρινίζει. Και το πρόσωπό του είχε στρα­ φεί προς τα αριστερά. Το σαγόνι του βρισκόταν σε νέα θέση, είχε κρεμάσει. Το πρόσωπο του ήταν παραμορφωμένο, με μια σκληρή έκφραση, το στόμα μισάνοιχτο και δεν μπορούσε να συγκρατήσει το σάλιο. Όταν ξύπνησε, ήταν πια πρωί. Είχε χάσει κάπως τα λογικά του. Σχεδόν δεν μιλούσε. Τα ελάχιστα που κατάφερνε να αρθρώσει ήταν ακατάληπτα. Το στόμα και η γλώσσα είχαν παραλύσει. Και από τις άκρες των χειλιών έτρεχαν σάλια. Ήταν Σάββατο 5 Αυγούστου 1961, η μοναδική μέρα που είχε οριστεί για την ανταλλαγή του νομίσματος. Ο Φελίπε δεν θυμόταν πια τίποτα απ’ όλα αυτά. Η Λουθία δεν ήξερε τίποτα. Ο Φαμπιάν μελετούσε στο πιάνο, όπως κάθε πρωί. Και δεν άλλαξαν ούτε ένα πέσο. Εκείνη τη στιγμή, όλοι οι Κουβανοί, έξι εκατομμύρια άνθρωποι,

RkJQdWJsaXNoZXIy MTY1MTE=